Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2017

Το στρατηγικό αδιέξοδο της Κυβέρνησης

άρθρο μου στην Καθημερινή της Κυριακής 

Η δεύτερη αξιολόγηση του τρέχοντος προγράμματος είναι βαλτωμένη. Η οικονομία παραμένει στάσιμη περιμένοντας θετικές ειδήσεις και η πολιτική αβεβαιότητα εντείνεται. Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο από τις διαφορετικές προσεγγίσεις των θεσμών στο θέμα της απομείωσης του ελληνικού χρέους, γεγονός που καθιστά πλέον αβέβαιη τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα και δημιουργεί κινητικότητα στην πλευρά των Ευρωπαίων εταίρων μας.

Οι πολίτες κατακλύζονται και πάλι από πληροφορίες και σενάρια, που πολλές φορές δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, όπως αυτή διαμορφώνεται από τις επίσημες ανακοινώσεις, τα αριθμητικά στοιχεία και τις νομικές παραμέτρους. Μια αίσθηση αδιεξόδου κυριαρχεί στη χώρα.

Η ελληνική κυβέρνηση επιθυμεί την αποχώρηση του ΔΝΤ από το πρόγραμμα. Το ΔΝΤ επιμένει λιγότερο στο θέμα της μείωσης του αφορολογήτου, προκειμένου αυτό να προσαρμοστεί στα ευρωπαϊκά δεδομένα και περισσότερο στο θέμα της ασφαλιστικής δαπάνης, αφού αυτή επηρεάζει καθοριστικά το αξιόχρεο της χώρας και τη βούληση των μακροπρόθεσμων επενδυτών και αγορών να δανείσουν τη χώρα. Η μη αντιμετώπιση της βιωσιμότητας του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος καθιστά επισφαλή οποιαδήποτε μακροπρόθεσμη επένδυση στα ελληνικά ομόλογα και ως εκ τούτου δυσχερή τη δανειοδότηση της χώρας.

Τα δύο, όμως, αυτά θέματα θίγουν στον πυρήνα δύο βασικά αφηγήματα της κυβέρνησης. Πρώτον, ότι αναδιανέμει τον «πλούτο» ενισχύοντας τα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα και δεύτερον ότι προστατεύει τις κύριες συντάξεις των συνταξιούχων. Η αδυναμία της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει πολιτικά θέματα που θα διαταράξουν ακόμα περισσότερο τις σχέσεις της με τους πολίτες προκαλεί εμπλοκή με το ΔΝΤ και καθυστερεί την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Οσο αυτή, όμως, καθυστερεί και φτάνουμε στον Ιούλιο που το ελληνικό Δημόσιο θα χρειαστεί να καλύψει ανάγκες 7,4 δισ., τα πράγματα δυσκολεύουν αρκετά. Πέρα από τις συντάξεις και το αφορολόγητο, τα εργασιακά και τις αποκρατικοποιήσεις, μεγάλο πρόβλημα, που σε λίγο καιρό δεν θα είναι διαχειρίσιμο, δημιουργείται στις τράπεζες λόγω της καθυστέρησης υιοθέτησης ενός πλαισίου διευθέτησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Στο εξωτερικό γίνονται ήδη συζητήσεις για το πού και πώς θα βρει η Ελλάδα τα χρήματα που χρειάζεται από το 2018 και μετά, όταν δεν έχει γίνει καμία προπαρασκευαστική ενέργεια μέχρι τώρα. Και εάν οι ανάγκες του 2018 είναι καλυμμένες από το τρέχον πρόγραμμα (εφόσον αυτό τηρηθεί και ολοκληρωθεί), για τα επόμενα έτη δεν υπάρχει καμία ασφαλής εκτίμηση. Η ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης είναι και αυτή εξαιρετικά επισφαλής λόγω της εκκρεμούς αξιολόγησης και η αποχώρηση του ΔΝΤ θα δυσκολέψει την ένταξή μας στο πρόγραμμα. Ακόμα και αν αυτή γίνει με απόφαση της ΕΚΤ, λίγα θα είναι τα οφέλη για την ελληνική οικονομία και περισσότερα για εκείνους που έχουν επενδύσει στα ομόλογα. Η στασιμότητα στην οικονομία θα συνεχίζει και όλοι οι διεθνείς, αλλά και πλέον εσωτερικοί, ανεξάρτητοι παράγοντες εκτιμούν ότι η πρόβλεψη για 2,7% ανάπτυξη είναι πλέον απίθανη και θα είναι έκπληξη αν είναι πάνω από 1,5%. Οποιοδήποτε, όμως, ποσοστό κάτω του 2% σημαίνει και νέα μέτρα για να καλυφθεί το δημοσιονομικό κενό που θα δημιουργηθεί, με βάση και τα όσα έχει νομοθετήσει ήδη η ελληνική κυβέρνηση.

Οι αγορές «ακούν» το ΔΝΤ. Η αποχώρηση του ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα θα καταστήσει εξαιρετικά δυσχερή την έξοδο της χώρας στις αγορές με το τέλος του τρίτου μνημονίου και φέρνει, όλο και πιο κοντά, ένα νέο πρόγραμμα επιτήρησης. Πόσο, όμως, διατεθειμένες θα είναι οι ευρωπαϊκές χώρες να χρηματοδοτήσουν εκ νέου ένα νέο πρόγραμμα βοήθειας προκειμένου να αποφευχθεί η χρεοκοπία της χώρας μας; Τον Μάρτιο διενεργούνται εκλογές στην Ολλανδία, Απρίλιο και Μάιο στη Γαλλία, Μάιο επίσης τοπικές εκλογές σε Μεγάλη Βρετανία και Γερμανία και Σεπτέμβριο εθνικές εκλογές στη Γερμανία. Παράλληλα, ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ δεν δείχνει να κόπτεται και πολύ για τη συστημική σταθερότητα της Ευρωζώνης. Το ρεύμα εθνικολαϊκισμού και απομονωτισμού ενισχύεται και οι φωνές αλληλεγγύης και συνεργασίας περιορίζονται.

Η κυβέρνηση είναι εγκλωβισμένη στα αδιέξοδα της πολιτικής και της ρητορικής της. Η παράταση της αβεβαιότητας αυξάνει το ρίσκο και μαζί το –απευκταίο– ενδεχόμενο σπασμωδικών και καταστροφικών κινήσεων, ανάλογες με αυτές που ζήσαμε το καλοκαίρι του 2015. Το μάρμαρο, όμως, πάλι θα πληρώσουν οι Ελληνες πολίτες. Η πολιτική αλλαγή είναι επιβεβλημένη συνθήκη για να αποφύγουμε τα χειρότερα.
*Ο Θανάσης Κοντογεώργης είναι νομικός. Την περίοδο 2010-2014 ήταν σύμβουλος στρατηγικής και νομικός σύμβουλος της ελληνικής κυβέρνησης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: