Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2015

Η προοδευτική εναλλακτική του ΝΑΙ

Άρθρο μου στην Καθημερινη

Από πολλές πλευρές διατυπώνεται το ερώτημα αν υπάρχει εναλλακτική πολιτική πρόταση στη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑNΕΛ, που να μπορεί να κινητοποιήσει και να εμπνεύσει τους συμπολίτες μας. Η απάντηση από τους περισσότερους είναι αρνητική, αφού η Ν.Δ. αντιμετωπίζει σωρεία προβλημάτων, το ΠΑΣΟΚ προσπαθεί αναζητώντας νέο βηματισμό και το ΠΟΤΑΜΙ δίνει αγώνα επιβίωσης. Η παραπάνω εκτίμηση, αν και λογικοφανής, παραγνωρίζει, ίσως, τον πυρήνα του προβλήματος. Εναλλακτική δεν φαίνεται να υπάρχει, γιατί ζούμε μια σαφέστατη υποχώρηση των προοδευτικών ιδεών στη χώρα, η οποία πρέπει να ανακοπεί. Η σχεδόν εξαετής εφαρμογή των Μνημονίων επέδρασε καθοριστικά στην οικονομία και την πολιτική και αποκάλυψε τις κοινωνικές και πολιτισμικές υστερήσεις. Γνωρίσαμε πρωτόγνωρη έξαρση του λαϊκισμού, ενίσχυση των άκρων και δομική αμφισβήτηση όσων αποτελούσαν την προμετωπίδα των μεταρρυθμιστικών δυνάμεων της χώρας που οδήγησαν στο παρελθόν τα πράγματα μπροστά: Ευρωπαϊκός εκσυγχρονισμός, ανοικτή κοινωνία, προοδευτική διακυβέρνηση.

Οσοι έχουν ασχοληθεί περισσότερο με τα κείμενα των μνημονίων -και του τελευταίου-, θα γνωρίζουν πολλές πολιτικές με εμφανές προοδευτικό πρόσημο που δεν είχαν, όμως, την τύχη που θα τους έπρεπε είτε γιατί υλοποιήθηκαν ατελώς είτε γιατί δαιμονοποιήθηκαν από την αντιπολίτευση και τα ΜΜΕ. Το πολιτικό σύστημα και η κοινωνία παρουσιάζουν μια αδυναμία και απροθυμία προσαρμογής σε αντιδημοφιλείς πολιτικές. Λίγοι, όμως, μπήκαν στον κόπο να εξηγήσουν την ουσία και αναγκαιότητα των μεταρρυθμίσεων και ακόμα λιγότεροι δούλεψαν εντατικά ώστε να προσαρμόσουν επιτυχώς στα ελληνικά δεδομένα προτάσεις που έρχονταν από τους εταίρους μας ή άλλους οργανισμούς, δημιουργώντας κατ’ αυτό τον τρόπο και τις απαραίτητες συναινέσεις. Η τάση αυτή πρέπει να αντιστραφεί. Πλέον, σχεδόν όλες οι πολιτικές δυνάμεις έχουν εφαρμόσει ή υπερασπιστεί πολιτικές των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής. Ανακαλύψαμε και διαπιστώσαμε ποιοι είναι οι ωφελημένοι της μεταπολίτευσης, ποιοι βυσσοδομούσαν σε βάρος των νεότερων γενιών, ποιοι δεν θέλουν τις αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις. Ξέρουμε ποιοι πρέπει να στηριχθούν, πού πρέπει να επενδύσουμε, τι να αλλάξουμε και τι να κρατήσουμε. Δυστυχώς, όμως, εμφιλοχωρούν οι κομματικές σκοπιμότητες που υπονομεύουν τη συλλογική αφύπνιση.

Υπάρχει πεδίο προοδευτικών πολιτικών υπό την πίεση των προγραμμάτων; Αναντίρρητα ναι. Στο ασφαλιστικό σύστημα, στην κατανομή των βαρών, στο κοινωνικό κράτος και στα δίκτυα κοινωνικής προστασίας, στην ενίσχυση των δημοσίων αγαθών, στην ανάπτυξη, στην έρευνα και την καινοτομία, στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, στην ποιότητα της δημοκρατίας μας, στο πολιτικό σύστημα και τη διακυβέρνηση, στη λειτουργία του κράτους. Καμιά ιδέα, όμως, δεν μπορεί να αναπτυχθεί και να μπολιάσει την κοινωνία μας, αν δεν υπάρξουν συνέργειες. Μεταξύ κάποιων κομμάτων μπορούν να βρεθούν δημόσιες πολιτικές με προοδευτικό χαρακτήρα και να προχωρήσουν σε κοινές πρωτοβουλίες εντός και εκτός Βουλής. Παράλληλα, μπορούν να αξιοποιηθούν οι ευκαιρίες που δίνει η τεχνολογία και να αναπτυχθούν διαδικτυακές πλατφόρμες οργανωμένου διαλόγου και έκφρασης αλλά και ενημέρωσης, με προοδευτικό προσανατολισμό. Χρειαζόμαστε ένα οργανωμένο ανεξάρτητο κέντρο προώθησης προοδευτικών ιδεών στη χώρα, τώρα που τα κόμματα είναι σε υποχώρηση.

Πού υπάρχουν προοδευτικές ιδέες; Οπου υπάρχουν προοδευτικοί άνθρωποι, εντός και εκτός κομμάτων, που μπορούν να αναλύσουν την εποχή τους, να έλθουν σε επαφή και επικοινωνία με τα σύγχρονα ιδεολογικοπολιτικά ρεύματα, να αφουγκραστούν τις ανάγκες και τις προτεραιότητες της κοινωνίας, να χαράξουν νέους δρόμους. Και αυτοί πρέπει να στηριχθούν, όπου και αν βρίσκονται.

Μπορεί κάποια πολιτική δύναμη αυτοτελώς να αναλύσει τα νέα δεδομένα και να διαθέτει την κρίσιμη ομάδα στελεχών και υποστηρικτών για να διατυπώσει και να διαδώσει μια ολοκληρωμένη πολιτική πρόταση για το παρόν και το μέλλον της χώρας μας; Κάτι τέτοιο ακόμα δεν έχει φανεί. Υπήρξε, όμως, μια κορυφαία στιγμή που οι πολίτες εκφράστηκαν προοδευτικά, με οργανωμένο και μαζικό τρόπο. Οχι απέναντι σε μια επιλογή διακυβέρνησης αλλά απέναντι σε μια επιλογή ταυτότητας και προσανατολισμού της χώρας, που καθορίζει όμως και τον τρόπο διακυβέρνησης. Εκείνοι που συνειδητά επέλεξαν το ΝΑΙ στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, επέλεξαν και το περιβάλλον στο οποίο η χώρα θα συνεχίσει ανεμπόδιστα να δημιουργεί, να προασπίζεται και να εξελίσσει προοδευτικές ιδέες. Είναι βέβαιο, ότι η άρθρωση πειστικού λόγου που θα συνοδεύεται από τεκμηριωμένες προτάσεις θα μετατρέψει -όχι ευκαιριακά- ουσιαστικά, κοινωνικά, πολιτικά και πολιτισμικά το ΟΧΙ σε ΝΑΙ. Το ΝΑΙ είναι ο νέος φορέας, ο νέος δρόμος προοδευτικής αλλαγής στον τόπο που διαπερνά όλο το πολιτικό σύστημα, κυβέρνηση και αντιπολίτευση. Ο δρόμος αυτός είναι δύσκολος. Απαιτεί προσπάθεια, χρόνο, κινητοποίηση και συνθέσεις. Αξίζει να τον περπατήσουμε.
*Ο κ. Θ. Κοντογεώργης είναι νομικός, απόφοιτος της Σχολής Δημόσιας Πολιτικής «Κένεντυ» του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ.  Την περίοδο 2010-2014 διετέλεσε νομικός σύμβουλος και σύμβουλος στρατηγικής της ελληνικής κυβέρνησης.

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015

Ελλάδα,Ευρώπη, Εκσυγχρονισμός.

παλαιότερο άρθρο μου στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ της 03.09.2012

Είναι διαδεδομένη η άποψη ότι η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία χρειάζεται απελπισμένα ιδεολογική ανανέωση. Το μήνυμα των σοσιαλιστών στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια υπονομεύθηκε. Θα περίμενε κανείς, παράλληλα,  ότι η κρίση του καπιταλισμού και του χρηματοπιστωτικού συστήματος θα εδραίωνε μια ηγεμονία αριστερών ιδεών και δυνάμεων. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν φαίνεται να συμβαίνει.
Σε μια άλλη όμως ανάγνωση της κρίσης, διαπιστώνουμε ότι η ατζέντα κάποιων ευρωπαίων σοσιαλιστών επιβεβαιώνεται. Δεν είναι άλλωστε οι δυνάμεις της ευρωπαϊκής Κεντροαριστεράς εκείνες που διαχρονικά επισημαίνουν ότι χωρίς σημαντικά βήματα στην οικονομική και πολιτική ένωση, η ΕΕ  θα καταστεί απλός θεατής των παγκόσμιων εξελίξεων; Οτι μια νομισματική ενοποίηση με αυστηρούς κανόνες για την προστασία του κοινού νομίσματος αλλά με ανύπαρκτη θέσμιση υπονομεύει συνολικά το ευρωπαϊκό εγχείρημα; Οτι είναι απαραίτητος ο περιορισμός της εθνικής ανεξαρτησίας και ένα κοινό πλαίσιο πολιτικής για τη σταθερότητα του νομίσματος και τις προοπτικές ανάπτυξης της ΕΕ; Οι επιβάλλεται να γεφυρωθεί το χάσμα ανταγωνισμού μεταξύ Βορρά και Νότου; 
Η κρίση, τελικά, είναι για την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία ευκαιρία. 
Ευκαιρία για να ανασύρει και να αναδείξει τον στόχο για σταθερή ανάπτυξη, για προώθηση επενδύσεων ακόμα και σε περίοδο ύφεσης, για περιορισμό και εποπτεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, για ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας με την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την ενίσχυση έρευνας και εκπαίδευσης, για υποστήριξη όσων υποφέρουν από τα βάρη της κρίσης και για διεύρυνση των χρηματοδοτικών εργαλείων της ΕΕ.
Ευκαιρία για να οργανώσει και να υλοποιήσει ένα σχέδιο για την επόμενη δεκαετία με πολιτικούς και οικονομικούς στόχους για την ΕΕ, σε μια περίοδο που πολλά φαίνεται να αλλάζουν.
Ο χώρος της ελληνικής Κεντροαριστεράς και του εκσυγχρονισμού μπορεί και πρέπει να παρακολουθεί τις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Δεν αρκεί μόνο η οικονομική σωτηρία της χώρας – αν και προαπαιτούμενο – για να παραμείνει η Ελλάδα στον πυρήνα της ΕΕ. Η ώσμωση ιδεών και η συμμετοχή στη διαμόρφωση των σύγχρονων δημόσιων πολιτικών δίνουν πίστη στη δύναμη των ιδεών και στο όραμα για μια δίκαιη κοινωνία σε μια περίοδο κατά την οποία οι ανισότητες υπονομεύουν την αλληλεγγύη και τη δημοκρατική ιδιότητα του πολίτη. 
Ας μην ξεχνάμε όμως ότι οι μεταρρυθμίσεις και οι μεγάλες αλλαγές απαιτούν κοινωνικές συμμαχίες και ηγέτες. Σήμερα φαίνεται ότι οι προϋποθέσεις αυτές δεν υπάρχουν. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε νέες συλλογικότητες, με τη συμμετοχή και του ΠΑΣΟΚ, που θα μας οδηγήσουν μέσα από μια διαδικασία ειλικρινούς διαλόγου και αυτοκριτικής σε μια νέα κοινωνική και πολιτική οργάνωση. Από τη διαδικασία αυτή η γενιά μας δεν μπορεί να απέχει. 

Ο Θανάσης Κοντογεώργης είναι δικηγόρος, αντιπρόεδρος του Ομίλου Προβληματισμού για τον Εκσυγχρονισμό της Κοινωνίας (ΟΠΕΚ)

Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2015

Οδηγός αισιοδοξίας για το 2016

άρθρο μου στο amagi 

Το 2015 μάς αποχαιρετά με μια γλυκόπικρη γεύση. Φτάσαμε στο χείλος του γκρεμού, απειλήθηκαν για πρώτη φορά τόσο έντονα η ευρωπαϊκή ταυτότητα και πορεία της χώρας, αλλά τελικά είμαστε ακόμα όρθιοι, μολονότι αρκετά αναξιόπιστοι πλέον σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Οι οιωνοί για την επόμενη χρονιά δεν είναι θετικοί. Το πολιτικό προσωπικό της χώρας δεν μπορεί να εμπνεύσει εμπιστοσύνη στους πολίτες, δεν μπορεί να πείσει ότι θα βρει ρεαλιστικούς δρόμους σύνθεσης και δημιουργίας. Τα όσα συνέβησαν στην οικονομία μας τους τελευταίους 12 μήνες θα αποτυπωθούν έντονα στους μακροοικονομικούς δείκτες αλλά και στην πραγματική οικονομία το πρώτο εξάμηνο του νέου έτους. Η προσφυγική κρίση, τα τρομοκρατικά χτυπήματα στην Ευρώπη και η συνεχιζόμενη ένταση στην περιοχή αυξάνουν τους κινδύνους για την Ελλάδα, ενώ οι εθνικές εκλογές σε Γερμανία και Γαλλία το 2017 συρρικνώνουν τα περιθώρια μεγαλόθυμων κινήσεων στήριξης στη χώρα μας, μιας και στις δύο ευρωπαϊκές ηγέτιδες δυνάμεις υπάρχουν πολίτες και πολιτικοί που δεν ενστερνίζονται πια τις προσδοκίες μας αλλά ούτε τη μη «αναστρεψιμότητα» του ευρώ.
Σ’ αυτό το περιβάλλον, λίγα πράγματα μπορούν να μας κάνουν να αισιοδοξούμε. Υπάρχουν, όμως.
Η —έστω αναγκαστική— συζήτηση της κυβέρνησης με τους πιστωτές και η εφαρμογή του προγράμματος φέρνουν στη δημόσια σφαίρα μία αναγκαία ορθολογική προσαρμογή, αφού, παρά τις παραφωνίες και τις αντιφάσεις, όλο και περισσότεροι θα αναγκάζονται να υπερασπίζονται πολιτικές που εντάσσονται στο πλαίσιο όσων έχουν εφαρμοστεί στη χώρα τα τελευταία χρόνια. Αυτή η εξέλιξη μπορεί να δημιουργήσει περιθώρια συνεργασίας και συνεννόησης και πιθανώς να αμβλύνει κοινωνικές αντιδράσεις που σίγουρα θα είναι ισχυρές, λόγω της έντασης της ύφεσης που θα ακολουθήσει τα νέα μέτρα. Κανείς δεν τρέφει αυταπάτες ότι το τέρας του λαϊκισμού και του ανορθολογισμού που γιγαντώθηκε τα προηγούμενα χρόνια στη χώρα θα εξαφανιστεί εν μιά νυκτί. Όμως μπορούν να δημιουργηθούν νησίδες ορθολογισμού, όπου ένας σύγχρονος, προοδευτικός λόγους, συνοδευόμενος από ρεαλιστικές προτάσεις, θα μπορέσει να βρει μικρό αλλά σίγουρα ζωτικό χώρο για να αναπτυχθεί.
Στον τομέα της οικονομίας, το πλήγμα από τα γεγονότα του καλοκαιριού θα είναι ισχυρό και θα το ζήσουμε έντονα αυτή τη χρονιά. Υπάρχουν, όμως, στοιχεία που μπορούν να μετριάσουν την ένταση της ύφεσης. Η διαφαινόμενη μερική λύση στο θέμα των «κόκκινων» επιχειρηματικών δανείων μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη ρευστότητα για τις τράπεζες, αναδιοργανώσεις σε ζωτικούς κλάδους της οικονομίας και σημαντικές συγχωνεύσεις και αναδιαρθρώσεις. Παράλληλα, η επιμονή του τρίτου Μνημονίου σε διαρθρωτικές αλλαγές που μπορούν (α΄) να ενισχύσουν την απελευθέρωση τομέων της οικονομίας, (β΄) να βελτιώσουν το επενδυτικό περιβάλλον έστω και σε επίπεδο θεσμικό, νομοθετικό και κανονιστικό, αφού λείπει η εμπιστοσύνη διεθνών επενδυτών στην ελληνική οικονομία, και φαίνεται ότι θα αργήσει ακόμη αρκετά, και (γ΄) να επιταχύνουν τις απαραίτητες για την οικονομίας μας ιδιωτικοποιήσεις — όλα αυτά είναι πιθανό να λειτουργήσουν θετικά για το σύνολο της οικονομίας, με την προϋπόθεση βέβαια της πολιτικής σταθερότητας.
Ένας άλλος κρίσιμος τομέας είναι αυτός της κοινωνικής προστασίας. Το 2016 η ένταση της κρίσης θα πλήξει ακόμα και εκείνους που μπόρεσαν με νύχια και με δόντια να κρατηθούν τα προηγούμενα χρόνια, και αυτό θα είναι μια δυσάρεστη εξέλιξη. Στο απαισιόδοξο αυτό περιβάλλον, η Τρόικα έχει συμβάλλει —και αυτό οφείλουμε να το αναγνωρίσουμε, παρά τις μεγάλες αστοχίες των προγραμμάτων— στον εξορθολογισμό του συστήματος κοινωνικής προστασίας και στην ενίσχυση των δικτύων προστασίας. Ήδη βελτιώνεται ο σχεδιασμός του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας, έτσι ώστε να υπάρχει ένα γνήσιο δίχτυ κοινωνικής ασφάλειας, το οποίο θα διοχετεύει στοχοθετημένα τους πενιχρούς πόρους σε όσους τους έχουν περισσότερο ανάγκη. Εντός του 2016, υπάρχει η δέσμευση της ελληνικής πλευράς —και οι εταίροι μας φαίνεται ότι δίνουν ιδιαίτερο βάρος σε αυτό— να επωφεληθεί από τη διαθέσιμη τεχνική βοήθεια που παρέχεται από διεθνείς οργανισμούς σχετικά με μέτρα για την παροχή πρόσβασης στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για όλους (συμπεριλαμβανομένων των ανασφάλιστων), καθώς και να δημιουργήσει ένα βασικό δίχτυ κοινωνικής ασφάλειας με τη μορφή Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος (ΕΕΕ), το οποίο θα έχει βαθμιαία εθνική εφαρμογή από τον Απρίλιο του 2016.
Μπορούν όλα τα παραπάνω να μας κάνουν να βλέπουμε πιο αισιόδοξα το 2016; Από μόνα τους, σίγουρα όχι. Και τα σημάδια δεν είναι καλά. Δεν ξέρω, όμως, αν έχουμε και άλλη επιλογή από το να παραμένουμε αισιόδοξοι — και να προσπαθούμε για το καλύτερο.

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2015

Άγιε μου Βασίλη, φέρε γρήγορα μια καλή αξιολόγηση.

άρθρο μου στο protagon 

Αν κάτι μας έχει διδάξει η πείρα από τα σχεδόν 6 χρόνια των Μνημονίων, είναι ότι κάθε αξιολόγηση του προγράμματος ολοκληρώνεται, όταν επαπειλείται πραγματικός κίνδυνος εξάντλησης των διαθεσίμων του ελληνικού Δημοσίου. Τότε, υπό την πίεση της αδυναμίας καταβολής μισθών και συντάξεων (οι υποχρεώσεις έναντι προμηθευτών τώρα έχουν σταματήσει να αποπληρώνονται), γίνεται μια κάποιου τύπου διαπραγμάτευση, άλλες φορές αποτελεσματική και άλλες φορές λιγότερο αποτελεσματική. Σίγουρα, όμως, η ελληνική πλευρά είναι πάντοτε πίσω από τους στόχους που έχουν αμοιβαίως συμφωνηθεί. Συνήθως, γίνεται προσπάθεια να έχει υλοποιηθεί περίπου το 70% των δράσεων, το οποίο  θεωρείται ικανό ποσοστό, ανάλογα βέβαια και με τη βαρύτητα αυτών, προκειμένου η ελληνική πλευρά να μπορεί με αξιώσεις να πετύχει συμφωνία με τους πιστωτές, να συνταχθεί η σχετική έκθεση αξιολόγησης, να υποβληθεί στο Euroworking group και να εγκριθεί η όποια δόση/υποδόση.

Την περίοδο βέβαια 2013-2014 η παραπάνω τάση σε έναν βαθμό ανεστράφη, αφού παρά τις έντονες πολιτικές δυσκολίες, η εκταμίευση των δόσεων, παρά το ότι οι συζητήσεις κρατούσαν επί μακρόν, είχε αποκτήσει μια κάποια «κανονικότητα». Η αδυναμία/απροθυμία ολοκλήρωσης της τελευταίας για το 2014 αξιολόγησης αποτέλεσε την απαρχή αρνητικών εξελίξεων στο πεδίο της οικονομίας, που κορυφώθηκαν βέβαια το καλοκαίρι που μας πέρασε και δύσκολα θα ξεχάσουμε. Ετσι και τώρα, και παρά τις ισχυρές πιέσεις και τις αρχικές εκτιμήσεις, ότι θα είχαμε μια εμπροσθοβαρή υλοποίηση του προγράμματος, τίποτα δεν μας εγγυάται ότι αυτό θα γίνει και ότι η αξιολόγηση θα ολοκληρωθεί το πρώτο δίμηνο του 2016. Το Ασφαλιστικό, η φορολόγηση των αγροτών, το ταμείο ιδιωτικοποιήσεων και πολλά άλλα πολιτικά ευαίσθητα αλλά κρίσιμα για την οικονομία και την κοινωνία θέματα, φαίνεται ότι θα μας απασχολήσουν ολόκληρο το επόμενο εξάμηνο.
Η παραπάνω εκτίμηση ενισχύεται από τον προϋπολογισμό που ψηφίστηκε. Διαβάζοντας κανείς τον προϋπολογισμό του κράτους για το 2016,  συνάγει το συμπέρασμα ότι ακόμα και αν όλα πάνε καλά από πλευράς εσόδων, η χώρα θα χρειαστεί σημαντικά ποσά για αποπληρωμή  δανειακών υποχρεώσεων/λήξεις ομολόγων κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Οι ενέργειες που έγιναν από την ελληνική πλευρά για τη συγκέντρωση των διαθεσίμων των φορέων του Δημοσίου και κυρίως η στάση πληρωμών που σε ένα μεγάλο βαθμό έχει κηρύξει το ελληνικό Δημόσιο, δημιουργεί πιθανόν αισιοδοξία σε αρκετούς ότι ακόμα και αν δεν κλείσει για πολιτικούς λόγους η αξιολόγηση τους πρώτους μήνες του 2016, αυτή η εξέλιξη δεν θα επηρεάσει δραματικά τα ταμειακά διαθέσιμα της χώρας. Το μεγάλο πρόβλημα, όμως, ξεκινάει μετά τον Μάιο, και αυτό αν στο ενδιάμεσο δεν έχει προκύψει κάποια μείζονα κρίση που μπορεί να επηρεάσει ακόμα περισσότερο την εκτέλεση του προϋπολογισμού.

Η παραπάνω κατάσταση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο λόγω της στάσης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου αλλά και των μη εξελίξεων στο θέμα της διευθέτησης του ελληνικού χρέους. Οι ενστάσεις για τον ρόλο του ΔΝΤ στη χώρα -και όχι μόνο- είναι εύλογες, ειδικά για τον δογματισμό που το διακρίνει σε επιμέρους πολιτικές/μεταρρυθμίσεις. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι το ΔΝΤ αποτελούσε -και πιθανόν αποτελεί ακόμα- το «εισιτήριο» της Ελλάδας για την έξοδο στις αγορές. Ας μην ξεχνάμε ότι το 2014, με δύο εκδόσεις πενταετών ομολόγων (Απρίλιος 2014) και τριετών (Ιούλιο 2014), η Ελλάδα μπόρεσε να αντλήσει αρκετά δισ. Των εκδόσεων αυτών είχαν προηγηθεί οι σχετικές εκθέσεις της Τρόικας και οι εξαμηνιαίες του ΔΝΤ που επεφύλασσαν ευοίωνες προοπτικές για τη δυνατότητα της χώρας να αντλήσει στο άμεσο μέλλον χρήματα από τις αγορές. Μάλιστα, για όσους έχουν εικόνα εκείνης της περιόδου, οι αγοραστές των ελληνικών ομολόγων ήταν επενδυτές που επεδίωκαν μακροχρόνιες τοποθετήσεις στη χώρα και όχι ευκαιριακοί που επεδίωκαν το γρήγορο κέρδος.

Η Ελλάδα έχασε την ευκαιρία, λόγω της πολιτικής αναταραχής που ξεκίνησε τον Δεκέμβρη του 2014, να εξασφαλίσει από το ΔΝΤ πιστωτική γραμμή με ενισχυμένους όρους (ECCL) ενώ η μη έγκαιρη αποπληρωμή δόσεων τον Ιούλιο του 2015 και η δυσαρέσκεια πολλών χωρών-μελών του ΔΝΤ που εφαρμόζουν προγράμματα του ΔΝΤ και διαμαρτύρονται για «προνομιακή» μεταχείριση της χώρας μας, δυσχεραίνει την κατάσταση. Η χώρα θα έχει μεγάλες δυσκολίες να εξασφαλίσει νέα χρηματοδότηση από το ΔΝΤ αλλά και αν αυτή εξασφαλισθεί, οι όροι φαντάζει δύσκολο να είναι ευνοϊκοί.

Το ΔΝΤ έχει ως διακεκηρυγμένη θέση του τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους προκειμένου να συμμετάσχει στο νέο ελληνικό πρόγραμμα. Μάλιστα, η επώδυνη αλλαγή του Ασφαλιστικού εντάσσεται στο πλαίσιο αυτό. Δύσκολα, το ΔΝΤ θα συμμετάσχει με νέους πόρους (που ουσιαστικά θα προέρχονται απ' όσα δισ. ευρώ δεν είχαν δοθεί από το δεύτερο πρόγραμμα), αν δεν υπάρξει υλοποίηση των δεσμεύσεων του τρίτου προγράμματος που από κοινού έχει συντάξει με Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης, σύμφωνα και με τον κανονισμό του ΕΜΣ, αλλά και αν δεν γίνει συζήτηση για τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους.

Η συζήτηση, όμως, αυτή είναι δύσκολη. Και γίνεται ακόμα δυσκολότερη από την επιμονή αρκετών να θέτουν μαξιμαλιστικούς στόχους περί διαγραφής μέρους αυτού. Βέβαια, οι εταίροι μας, δια του ΕΣΜ, επεξεργάζονται ήδη σενάρια μιας κάποιας επιμήκυνσης που θα δώσει ανάσα αλλά δεν θα λύσει το πρόβλημα. Το κόστος εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους, όπως επεσήμανε και ο πρόεδρός του ΕΜΣ Κλάους Ρέγκλινγκ, είναι αρκετά μικρό μέχρι και το 2022, οπότε έχουμε λήξεις μεγάλων ομολόγων και μόνο μια γενναία περίοδος χάριτος και για μετά το 2022 θα λειτουργούσε θετικά.  Επιπροσθέτως, αρκετές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις φαίνονται απρόθυμες να συμφωνήσουν σε μια σημαντική ελάφρυνση του χρέους, αν δεν μπορούν να εξασφαλίσουν τη συνεχή παρακολούθηση και απρόσκοπτη εφαρμογή του προγράμματος και παραπέμπουν τις σχετικές συζητήσεις για μετά τη λήξη του τρίτου προγράμματος και σίγουρα πιο κοντά στο 2022 και όχι στο 2016. Ολα βέβαια τα παραπάνω προϋποθέτουν την έγκαιρη και επιτυχή ολοκλήρωση της αξιολόγησης και την απρόσκοπτη εφαρμογή του προγράμματος με τις απαραίτητες προσαρμογές.

Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε ότι το 2017 είναι χρονιά εθνικών εκλογών σε Γερμανία και Γαλλία, γεγονός που περιορίζει τα περιθώρια μεγαλόθυμων κινήσεων στήριξης, ας προετοιμαστούμε για ένα δύσκολο 2016, με την ευχή και την ελπίδα ότι κυβέρνηση και πολιτικές δυνάμεις θα φροντίσουν για το καλό της χώρας και οι πολίτες θα πιέζουν προς την κατεύθυνση αυτή.
*Ο Θανάσης Κοντογεώργης είναι δικηγόρος, απόφοιτος της Σχολής Δημόσιας Πολιτικής «Κένεντυ» του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ. 

Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2015

Κάτι να μας κρατήσει

άρθρο μου στο Amagi

Κάτι να μας κρατήσει.

Όταν η  προσπάθεια για προσωπική ανάταση γίνεται αγώνας για κοινή προκοπή.

Βιώνουμε καταστάσεις δύσκολες, πρωτόγνωρες για αρκετούς.  Το πολιτικό σύστημα νοσεί, η οικονομία μαραζώνει, η κοινωνία στενάζει. Παγκόσμιες προκλήσεις αναδύονται. Η Ευρώπη, το σπίτι μας, τραυματισμένη αναζητά την περπατησιά της .Η γειτονιά μας  φλέγεται  και οι φλόγες έχουν αρχίσει και μας αγγίζουν. Όλοι είμαστε κουρασμένοι, απογοητευμένοι. Η ανασφάλεια και ο φόβος απλώνονται. Μα, είσαι τόσο κουρασμένος, που δεν μπορείς πλέον ούτε να φοβηθείς.  Ο καθένας προσπαθεί να συνεχίσει τη ζωή του , προσποιούμενος ότι μπορεί να σχεδιάσει, να ονειρευτεί, να δημιουργήσει, γιατί « όλα κάποια στιγμή θα φτιάξουν».
Και εκεί, που  για πρώτη φορά στη ζωή σου αντιμετωπίζεις το αύριο ως δυνάστη των προσδοκιών σου, ψάχνεις το φως. Όλα εκείνα που γλυκαίνουν την ψυχή σου, ενδυναμώνουν την ελπίδα σου, στηρίζουν τις δυνάμεις σου. Η οικογένεια, οι φίλοι, η δουλειά σου, το περπάτημα, το κολύμπι, το βιβλίο, το θέατρο. Όλα εκείνα, που για τον καθένα προσωπικά λειτουργούν λυτρωτικά, ανυψωτικά, διαφορετικά.
Η αντιμετώπιση όσων βιώνουμε είναι και προσωπική υπόθεση. Τι μπορεί, όμως, να μας κρατήσει συλλογικά, για να μην χάσουμε την αδιόρατη ενοποιητική γραμμή μιας κοινωνίας που κάποτε δημιούργησε, αναπτύχθηκε, στρεβλά ίσως,  έχει δυνατότητες και  τώρα βιώνει το κόστος κάποιων επιλογών της;
Αν κάτι μετανιώνουμε συλλογικά- θέλω να πιστεύω- είναι που υποκύψαμε στην ισοπέδωση, το μηδενισμό και τον εξισωτισμό προς τα κάτω στο όνομα μιας κάποιας ανορθολογικής και ανάξιας  «ισότητας» . Η κοινή αυτή στάση  αρκετών και η σιωπή πολλών άλλων, ενίσχυσε όσους επιθυμούν τη διαίρεση, όσους βολεύονται στο κοστούμι μιας Ελλάδας σε συνεχή υστέρηση. Δεν είναι, όμως,  όλοι το ίδιο. Πουθενά και σε τίποτα. Η άρνηση αυτής της πολιτισμικής μας δυσχέρειας είναι κάτι που μπορεί να μας κρατήσει. Ένα πρώτο βήμα. Η αναγνώριση όσων θετικών έγιναν στη χώρα μας, η  ανάδειξη εκείνων που βοηθούν, που εξελίσσονται, που διαπρέπουν και που έχουν θετική συνεισφορά στο κοινωνικό μας μέρισμα είναι υποχρέωση, κοινή.  Μας λείπει το παράδειγμα, πολλώ δε μάλλον όταν το τρέχον κρατικό υπόδειγμα μόνο ως αντιπαράδειγμα μπορεί να λειτουργήσει. Όμως, εμείς, οι πολίτες, οι διαμορφωτές κοινής γνώμης, τα μέσα ενημέρωσης, η κοινωνία των πολιτών μπορούμε και πρέπει να διαμορφώσουμε το νέο παράδειγμα. Υπάρχει δίπλα μας και  χρειάζεται να το  τραβήξουμε στην επιφάνεια δίχως να το τσουβαλιάζουμε μαζί με τις εθνικές μας ενοχές που απαιτούν γρήγορα και εύκολα, κάτι καινούριο, που λίγοι , όμως, οραματίζονται με ενάργεια τι μπορεί να είναι αυτό.
Η εμπιστοσύνη μας στους θεσμούς της χώρας είναι σχεδόν μηδαμινή. Όχι άδικα. Πολλές υποσχέσεις που δεν μπόρεσαν οι πολιτικοί να πραγματοποιήσουν, εξευτελισμός των θεσμών από καρικατούρες της πολιτικής, πεζοδρομιακή αισθητική και ηθική κατάπτωση ενέτειναν το φαινόμενο.  Αντίστοιχη είναι δυστυχώς και η εμπιστοσύνη για τον διπλανό μας. Και αν πρέπει να μιλήσουμε για την εθνική μας αυτοπεποίθηση, αυτή φοβούμαι πλέον,  ότι εξαντλείται σε εθνολαϊκιστικές κορώνες που τόσο, όμως, ευχάριστα ηχούν σε μια κοινωνία που παιδεύεται χωρίς, όμως, να έχει ποτέ πραγματικά (εκ) παιδευθεί. Η εμπιστοσύνη, όμως, μπορεί να μας κρατήσει. Πράγματι, σε μια οικονομία και κοινωνία που καταρρέει εκείνοι που εκπροσωπούν η συμμετέχουν σε ομάδες συμφερόντων κοιτάζουν πώς θα εξασφαλίσουν το καλύτερο για τους ίδιους. Να εμπιστευθούμε, όμως, εκείνους που δουλεύουν σκληρά για όσα συμβάλλουν στην κοινή μας πρόοδο. Εκείνους, που θα στερηθούν για να μην στερήσουν, που θα συνεργαστούν για να μην διαιρέσουν, που θα ενώσουν για να προχωρήσουμε.
 Όσο και να μας κάνουν οι συνθήκες και η ζώσα πραγματικότητα να πιστεύουμε ότι αυτή η χώρα  δεν αλλάζει, αλλάζει. Ας την εμπιστευθούμε. Ας μας εμπιστευθούμε.




 Ο  Θανάσης  Κοντογεώργης είναι δικηγόρος, απόφοιτος της Σχολής Δημόσιας Πολιτικής «Κένεντυ» του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ. Την περίοδο 2010-2014 διετέλεσε νομικός σύμβουλος και σύμβουλος στρατηγικής της ελληνικής κυβέρνησης.


Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2015

"Ό,τι με αφορά πρέπει να το καταλαβαίνω"

Κοινό άρθρο μου με τη Σάντρα Κοέν,καθηγήτρια ΟΠΑ στο protagon 

Πριν λίγες μέρες ψηφίστηκε στη Βουλή το νομοσχέδιο για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών ενώ αυτές τις μέρες συζητείται το νομοσχέδιο με τα προαπαιτούμενα, κυρίως φορολογικής φύσεως, για την εκταμίευση δόσης στο πλαίσιο του νέου, τρίτου κατά σειρά, Μνημονίου. Αν διαβάσει κανείς τα σχετικά κείμενα θα εντοπίσει πολλούς οικονομικούς και δυσνόητους στο ευρύ κοινό όρους ενώ οι σχετικές εκθέσεις συνοδεύονται με νούμερα που λίγοι έχουν τη δυνατότητα να αναλύσουν και να κατανοήσουν.
Τα τελευταία χρόνια  είναι αλήθεια ότι βομβαρδιζόμαστε καθημερινά από νέους πολύπλοκους οικονομικούς όρους και ακρωνύμια είτε  στα ελληνικά είτε στα αγγλικά. Άλλους τους κατανοούμε κάπως, άλλους καθόλου. Ωστόσο, είναι σημαντικοί δεδομένου ότι επηρεάζουν και καταγράφουν την οικονομική πορεία και προοπτική της χώρας. Οι πληροφορίες είναι συνεχείς, στον τύπο, την τηλεόραση στα μέσα μαζικής δικτύωσης ακόμα και στα νομοθετήματα, αλλά μάλλον δεν καταλαβαίνουμε και πολλά πράγματα.
Οι περισσότεροι από εμάς  επαναπαυόμαστε στην έλλειψη τεχνικής γνώσης και μένουμε παντελώς αμέτοχοι στην ουσιαστική παρακολούθηση της  οικονομικής διαχείρισης της χώρας χωρίς να μπορούμε να εκφέρουμε εμπεριστατωμένη  γνώμη παρά μόνο κριτική και ενίοτε αφορισμούς. Οι πολίτες είναι, όμως,  κατά κύριο λόγο αυτοί που μέσω των φόρων παρέχουν στην κυβέρνηση τους απαραίτητους πόρους για να ασκήσει την πολιτική της. Και θα έπρεπε να απαιτούν διαφάνεια και λογοδοσία. Πού πάνε τα χρήματα των φόρων; Πώς αυτοί αξιοποιούνται; Γιατί επιλέγονται αυτές οι πολιτικές και όχι άλλες; Στο πίσω μέρος του μυαλού κάθε πολίτη-φορολογούμενου θα έπρεπε να τριγυρνάει η σκέψη «Ό,τι με αφορά πρέπει να το καταλαβαίνω».
Εάν υπάρχει ανάγκη, υπάρχει και τρόπος. Και ανάγκη υπάρχει γιατί ειδικά στη χώρα μας αποκαλύφθηκε η θεσμική και πολιτική αδυναμία στη διαφανή χρήση των πόρων αλλά και στην «απόδοση λογαριασμού» προς τους πολίτες, που δεν μπορεί να γίνεται, όπως γίνεται, μόνο κατά τη διάρκεια των εκλογών. Η ιδέα του "Popular reporting" ή των «Απλοποιημένων Καταστάσεων για τους Πολίτες» ήδη υπάρχει σε πολλές χώρες. Πρόκειται για την παραγωγή συνοπτικών, εύληπτων και κατανοητών εκθέσεων με διαγραμματική παρουσίαση και πίνακες, προκειμένου οι πολίτες χωρίς να έχουν τεχνικές γνώσεις να μπορούν να τις καταλάβουν. Με αυτό τον τρόπο παρακολουθούν την εκτέλεση του προϋπολογισμού, την κατανομή των δαπανών, τη δομή των εσόδων στο δημόσιο τομέα με έμφαση στην Κεντρική Κυβέρνηση και στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης. .

Το να μετατραπούν τα βασικά δεδομένα των δημόσιων οικονομικών σε ευκολονόητες αναφορές, με τις απαραίτητες απλουστεύσεις, δεν είναι δύσκολο. Τα αναλυτικά τεχνικά κείμενα θα συνεχίσουν να είναι εκεί για αυτούς που ενδιαφέρονται για τις τεχνικές λεπτομέρειες και ξέρουν να τις ερμηνεύουν και να τις κατανοούν. Όταν όλοι οι πολίτες μπορούν να καταλάβουν, οι πολιτικοί θα γίνουν περισσότερο προσεκτικοί. Η συζήτηση θα μεταφερθεί από τις γενικότητες στους αριθμούς και αριθμοί έχουν συγκεκριμένες αναγνώσεις. Η λογοδοσία και η διαφάνεια μπορεί να έχουν πολλαπλά οφέλη στη φορολογική συνείδηση των πολιτών εφόσον καταλάβουν που πάνε τα χρήματα των φόρων τους. Εάν μάλιστα οι απλοποιημένες αυτές καταστάσεις, ξεκινώντας από μια σειρά κρίσιμων οικονομικών μεγεθών, γίνουν άμεσα προσβάσιμες μέσω διαδικτύου τότε μπορούμε να μιλήσουμε για μια πραγματική αλλαγή στην καθημερινότητά μας. Αναμφισβήτητα, η πραγματική ωφέλεια από τις απλοποιημένες καταστάσεις θα υπάρξει όταν το κράτος επιλέξει να τις ετοιμάζει και οι πολίτες πραγματικά ενδιαφερθούν για την πορεία των δημοσιονομικών και άλλων οικονομικών μεγεθών. Το Υπουργείο Οικονομικών, ανεξάρτητες αρχές και οργανισμοί, όπως η Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων, μπορούν να συντονίσουν τις ενέργειές τους προς την κατεύθυνση αυτή.

«Ό,τι με αφορά πρέπει να το καταλαβαίνω», αρκεί να είμαστε έτοιμοι να πούμε «Ό,τι με αφορά θέλω να το καταλαβαίνω».
*Η Σάντρα Κοέν είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια λογιστικής στο τμήμα οργάνωσης και διοίκησης επιχειρήσεων του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΟΠΑ).
Ο Θανάσης Κοντογεώργης είναι νομικός, 
αντιπρόεδρος της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων (ΕΛΤΕ)

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2015

Τρίτο μνημόνιο: Ευκαιρία για ένα νέο πολιτικό παράδειγμα

Άρθρο μου στην Καθημερινή της Κυριακής 

Αν κάτι διαφοροποιεί αισθητά το τρίτο μνημόνιο από τα προηγούμενα δύο είναι η συμπερίληψη δράσεων και πολιτικών σχεδόν για κάθε τομέα κυβερνητικής πολιτικής. Από το ασφαλιστικό σύστημα, την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, τη φορολογία, τα επενδυτικά κίνητρα και τις αλλαγές στη δημόσια διοίκηση μέχρι και την πρωτοβάθμια περίθαλψη, την έρευνα και την καινοτομία, το νέο σχολείο, την απασχόληση και την κατάρτιση, τη διαφθορά, το περιβάλλον, την ενέργεια και τη γεωργία, το νέο μνημόνιο φαντάζει ως ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα δημόσιων πολιτικών. Για κάποιους αυτό είναι θετικό, αφού πιστεύουν ότι χωρίς την εποπτεία και τον έλεγχο των εταίρων μας δεν μπορούμε να οδηγήσουμε μόνοι μας τη χώρα στην έξοδο από την κρίση, ενώ για κάποιους άλλους αποτελεί απόδειξη παράδοσης της εθνικής μας κυριαρχίας και παράγοντα συνεχούς υστέρησης. Σίγουρα, όμως, και στις δύο περιπτώσεις, αποτελεί ομολογία αποτυχίας –κυρίως του πολιτικού κόσμου–, αφού χρειάστηκε η χώρα να τεθεί, και συνεχίζει να είναι, υπό διεθνή επιτροπεία παρόλο που είναι μέλος της Ε.Ε. και της ΟΝΕ. Μπορεί αυτή η αποτυχία να μετατραπεί σε παράθυρο ευκαιρίας για τη χώρα μας; Η απάντηση είναι αδιαμφισβήτητα, ναι, υπό συγκεκριμένες, όμως, προϋποθέσεις.

1. Εθνικό πρόγραμμα: Πολλοί υπόσχονται, συνήθως προεκλογικά, ένα παράλληλο εθνικό πρόγραμμα που θα υλοποιείται μαζί με το μνημόνιο ή θα το υποκαταστήσει. Λίγες, όμως, είναι οι σοβαρές προσπάθειες που έχουν γίνει. Μήπως υπάρχει αυτό το εθνικό πρόγραμμα, τουλάχιστον για κάποιους τομείς, και απλά δεν το ξέρουμε ή δεν έχουν ασχοληθεί συστηματικά εκείνοι που πρέπει;

Στα πέντε χρόνια της οικονομικής κρίσης, η ελληνική πολιτεία διά των εκλεγμένων εκπροσώπων της και οι κεντρικές υπηρεσίες του κράτους, είχαν τεχνικές συζητήσεις και πολιτικές διαπραγματεύσεις με τους εταίρους μας για πολλά θέματα. Κάποια απ’ αυτά διαρκή, όπως η φορολογική πολιτική και διοίκηση ή το χρηματοπιστωτικό σύστημα, ενώ κάποια άλλα, όπως η εργαλειοθήκη 1 του ΟΟΣΑ, συγκεκριμένης περιόδου.

Η χώρα μας είχε, ή αναγκαστικά αποκτούσε, θέση σε πολλά θέματα την περίοδο αυτή, αφού κατά τη διάρκεια των συζητήσεων διαμορφωνόταν η εθνική πρόταση επί των θεμάτων αυτών. Ισως, πολλές φορές, να διακρινόταν από αποσπασματικότητα και προχειρότητα ή και να προέκυπτε από πρωτοβουλία της άλλης πλευράς, των δανειστών, όμως για πολλά θέματα οι πολιτικοί προϊστάμενοι των υπουργείων και κυρίως η κεντρική διοίκηση έχουν καταγεγραμμένο το ιστορικό και την εξέλιξη των προτάσεων, τα επιστημονικά /τεχνικά ή και άλλα συνοδευτικά κείμενα που υποστήριζαν την ελληνική άποψη. Σίγουρα, όσοι ενδιαφέρονται μπορούν να αποταθούν στις αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών (Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, Γενική Γραμματεία Δημοσιονομικής Πολιτικής και Οικονομικής Πολιτικής κ.α.) αλλά και σε αυτές των υπουργείων αιχμής και να αντλήσουν χρήσιμο υλικό. Η δουλειά αυτή δεν μπορεί να μείνει αναξιοποίητη. Η κυβέρνηση προκειμένου να διαμορφώσει συναινετικές, άρτια επεξεργασμένες και ρεαλιστικές πολιτικές, που στο σύνολό τους μπορούν να συνθέσουν ένα «εθνικό πρόγραμμα», έχει την ευκαιρία –χωρίς καθυστέρηση– να αξιοποιήσει το σχετικό υλικό και παράλληλα να ενεργοποιήσει εθνικά συμβούλια τομεακής πολιτικής, στα οποία θα συμμετέχουν πολιτικά κόμματα, οργανωμένοι κοινωνικοί φορείς κ.ά., να συνεργαστεί με ερευνητικά ιδρύματα και πανεπιστήμια και να αξιοποιήσει τη διεθνή εμπειρία. Η ιστορία έχει δείξει ότι τα κείμενα των μνημονίων μπορούν να αλλάξουν. Αρκεί να είμαστε συνεπείς στις υποχρεώσεις μας, να κερδίζουμε την εμπιστοσύνη και να αντιπροβάλλουμε σοβαρές, πειστικές και καλά προετοιμασμένες προτάσεις
2. Υλοποίηση/στελέχωση: Εχουν γραφτεί αρκετά, και η πρόσφατη εμπειρία κατέδειξε ακόμα περισσότερα, για τη σημασία που έχουν κυβερνητικά όργανα και υπηρεσίες, όπως το Γραφείο του Πρωθυπουργού, η Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης, η Γενική Γραμματεία Συντονισμού, το υπουργείο Οικονομικών κ.ά. για την επιτυχή υλοποίηση και παρακολούθηση του προγράμματος. Οι καλές πρακτικές διοίκησης και συντονισμού αποτελούν στην Ελλάδα εξαίρεση, ενώ το «αρχιπέλαγος» της ελληνικής γραφειοκρατίας δεν βοηθά την αποτελεσματικότερη εφαρμογή προοδευτικών πολιτικών και ορθολογικών μεταρρυθμίσεων.
Πέραν, όμως, της θεσμικής υστέρησης, το πρόβλημα εντοπίζεται και στο γεγονός ότι είναι ευάριθμα τα στελέχη που τοποθετούνται σε καίριες, για την υλοποίηση του προγράμματος, θέσεις που διακρίνονται από ικανότητα, γνώση και αποτελεσματικότητα. Η κομματική ταύτιση είναι ακόμα ισχυρή ως κριτήριο επιλογής, οι αμοιβές χαμηλές σε ειδικές θέσεις και τα στελέχη του ιδιωτικού τομέα δεν ενθαρρύνονται να υπηρετήσουν σε δημόσιες θέσεις, ενώ η αιμορραγία προς το εξωτερικό ανθρώπων με εμπειρία, γνώσεις και ισχυρό βιογραφικό συνεχίζεται.
Αυτή τη στιγμή, όμως, για να «βγει η δουλειά» χρειαζόμαστε τους καλύτερους. Οι περιορισμοί χρειάζεται να αρθούν με αξιοκρατικό και αντικειμενικό τρόπο, αφού χρειάζεται να προσελκύσουμε στη Διοίκηση τους αποδεδειγμένα ικανούς και να αναλάβουν μέσα από διαφανείς και αμερόληπτες διαδικασίες τις κατάλληλες θέσεις. Πολλές από τις δεσμεύσεις του μνημονίου απαιτούν κόπο και σχέδιο και η δημιουργία ομάδων έργου για την υλοποίησή τους χρειάζεται να έχουν επικεφαλής ικανούς τεχνοπολιτικούς και ισχυρή πολιτική στήριξη προκειμένου να μη σκοντάψουν στα γρανάζια της γραφειοκρατίας και της κομματικής υστεροβουλίας.
Δεν μας λείπουν ούτε οι ιδέες ούτε οι άνθρωποι. Μας λείπει το πολιτικό παράδειγμα που θα εμπνεύσει και θα κινητοποιήσει την κοινωνία. Θα βρεθεί.
* Ο κ. Θ. Κοντογεώργης είναι νομικός, απόφοιτος της Σχολής Δημόσιας Πολιτικής «Κένεντυ» του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ. Την περίοδο 2010-2014 διετέλεσε νομικός σύμβουλος και σύμβουλος στρατηγικής της ελληνικής κυβέρνησης.

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2015

Ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών: τρίτη και φαρμακερή;


Άρθρο μου στο Protagon
Η οικονομική κρίση αποκάλυψε τα τρωτά σημεία της ρύθμισης και εποπτείας του τραπεζικού συστήματος σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Στην Ελλάδα, η κρίση των τραπεζών προήλθε κυρίως  από την κρίση του Ελληνικού Δημοσίου και την άλογη δανειοδότηση.  Τα κεφαλαιακά προβλήματα στις ελληνικές τράπεζες ξεκίνησαν κυρίως όταν, μέσω του PSI+, το 2012 τους επήλθε κούρεμα στα ελληνικά ομόλογα που είχαν στο χαρτοφυλάκιο τους. Η απώλεια στα κεφάλαιά τους ήταν πολύ μεγάλη και είχε ως αποτέλεσμα να μηδενιστούν ή και να  γίνουν αρνητικά. Έως το 2014 το Ελληνικό Δημόσιο μέσω του ΤΧΣ είχε δαπανήσει περίπου €40 δις στο τραπεζικό σύστημα, από τα οποία τα €25 δις στις 4 συστημικές τράπεζες που ανακεφαλαιοποίησε και τα υπόλοιπα για την εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος.

Μέσω του κουρέματος της διαδικασίας του PSI+ και της μετέπειτα επαναγοράς των νέων κουρεμένων ομολόγων από το κράτος, το ελληνικό Δημόσιο κέρδισε αρκετά  δις, ενώ τον Απρίλιο του 2014 είχε (μέσω του ΤΧΣ) επιπλέον στην κατοχή του τραπεζικές μετοχές αξίας περίπου €20 δις, η οποία χρηματιστηριακή αξία θ’ αυξανόταν,  καθώς η οικονομία θα βελτιωνόταν. Βέβαια, κάτι τέτοιο τους τελευταίους μήνες δεν έχει επιβεβαιωθεί αφού οι μετοχές των τραπεζών έχουν υποστεί τεράστια πίεση λόγω της οικονομικής κρίσης που προκάλεσε η πολιτική αβεβαιότητα των τελευταίων 12 μηνών.

Με βάση την ενημέρωση που παρέχεται στον οικονομικό τύπο, αυτές τις μέρες συντάσσεται το νέο νομικό πλαίσιο για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και θα κατατεθεί σύντομα στη Βουλή , τροποποιώντας τον συστατικό νόμο 3864/2010, όπως αυτός είχε τροποποιηθεί με το ν.4254/2014, επί τη βάση του οποίου έγινε η δεύτερη επιτυχημένη ανακεφαλαιοποίηση.

Χρήσιμο θα ήταν να απαντήσουμε σε ερωτήματα που  επανέρχονται ενόψει της νέας ανακεφαλαιοποίησης κάνοντας και μια αναδρομή σε ένα όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, μόλις πέρισυ.. Υπενθυμίζεται, ότι βασικοί πυλώνες το 2014  ήταν: α) η διευκόλυνση της συμμετοχής ιδιωτών επενδυτών προκειμένου να μην επιβαρυνθεί εκ νέου ο φορολογούμενος, όπως και έγινε αφού οι ΑΜΚ καλύφθηκαν αποκλειστικά από ιδιώτες επενδυτές και β) η επιτυχής ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, όπως και έγινε, αφού εισέρευσαν περίπου 8 δις ιδιωτικά κεφάλαια στις συστημικές.

Το ίδιο πλαίσιο, ως προς τους γενικούς κανόνες αναφοράς και προσδοκώμενους στόχους για το χρηματοπιστωτικό σύστημα , περιγράφεται στη συμφωνία που ψήφισε η Ελληνική Βουλή τον Αύγουστο του 2015.
1.Γιατί χρειάστηκε δεύτερη ανακεφαλαιοποίηση το ελληνικό τραπεζικό σύστημα το 2014  και πώς φτάσαμε λίγο πριν την τρίτη ύστερα από ένα περίπου χρόνο.
Η ανάγκη για πρόσθετα κεφάλαια το 2014 προήλθε από την μη αναμενόμενη το 2011 μεγαλύτερη επιδείνωση της ελληνικής οικονομίας τα έτη 2012 και 2013, και τη συνεπαγόμενη αύξηση των « κόκκινων δανείων», αφού νοικοκυριά και επιχειρήσεις δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους.
Το 2014 ολοκληρώθηκε επιτυχώς η διαδικασία και οι τράπεζές μας θεωρήθηκαν από την Τράπεζα της Ελλάδας, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα  και την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών επαρκώς ανακεφαλαιοποιημένες. Επιπροσθέτως, η σταδιακή ανάκαμψη της οικονομίας είχε οδηγήσει σε σημαντική επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Η παραπάνω , όμως, τάση ανεκόπη από το τέλος του 2014 όταν η πολιτική αβεβαιότητα δημιούργησε αναταράξεις στην οικονομία, μαζικές αποσύρσεις καταθέσεων και στάση πληρωμών.
Αυτή την ανωμαλία, έρχεται να καλύψει η νέα ανακεφαλαιοποίηση.

2. Οι επενδυτές που συμμετείχαν στην πρώτη άσκηση ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών και εξασφάλισαν το απαιτούμενο 10% για ιδιωτική διοίκηση, σε τι θέση βρέθηκαν στη δεύτερη και τι μπορεί να προβλέπεται στη νέα;
A: Το  πρώτο πλαίσιο ανακεφαλαιοποίησης προέβλεπε το 10% για να διατηρηθεί ο ιδιωτικός χαρακτήρας στη διοίκηση της τράπεζας. Το δεύτερο πλαίσιο νομοθετήθηκε από τη Βουλή το 2014 (ν.4254/2014) ,  ερχόταν σε καλύτερη συγκυρία από την προηγούμενη, με βασικούς μακροοικονομικούς δείκτες να παρουσιάζουν βελτίωση και ισχυροποιούσε τη θέση των επενδυτών δίνοντάς τους την ευκαιρία να αυξήσουν το ποσοστό τους. Όσα χρήματα επένδυε κάποιος, τόσα δικαιώματα στη διοίκηση  αποκτούσε. Άλλωστε, πάντοτε στόχος ήταν να συμμετέχουν κυρίως ιδιώτες επενδυτές στις τράπεζές μας ώστε να μην σηκώνει το βάρος  ο φορολογούμενος. Κάθε ιδιώτης θα πρέπει να αναλαμβάνει και το ρίσκο του. Η διοίκηση παρέμεινε σε ιδιωτικά χέρια γιατί αυτό αποτελούσε απαραίτητη προϋπόθεση προσέλκυσης ιδιωτών επενδυτών, όπως και έγινε. Η ιστορία, έχει αποδείξει άλλωστε, ότι όπου το κράτος ενεπλάκη συστηματικά σε διοικήσεις τραπεζών, τα αποτελέσματα δεν ήταν και τα καλύτερα.

Όπως προκύπτει και από το νέο «Μνημόνιο» η κατεύθυνση είναι η διατήρηση του ιδιωτικού χαρακτήρα στη διοίκηση των τραπεζών και αυτή τη στιγμή φαίνονται πως εξετάζονται τρόποι (περιγράφονται κάποιοι στη νέα συμφωνία)  με τους οποίους αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί ακόμα και αν η συμμετοχή των ιδιωτών επενδυτών δεν καλύψει το σύνολο των αναγκών ή των απαραίτητων ποσοστών που προβλέπει σήμερα ο νόμος για την άσκηση των δικαιωμάτων των μετόχων και του ΤΧΣ.

3. Το ΤΧΣ, δηλαδή ο Έλληνας φορολογούμενος, έχασε ό,τι έβαλε στις συστημικές τράπεζες με τον τρόπο που έγινε η ανακεφαλαιοποίηση;  Πώς θα πάρει πίσω τα χρήματά του ο Έλληνας φορολογούμενος και μπορεί να γίνει αυτό τώρα;
Οι αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου των τραπεζών το 2014 καλύφθηκαν  αμιγώς από τον ιδιωτικό τομέα. Σε συνδυασμό με τη βελτίωση των οικονομικών μεγεθών της χώρας υπήρχε η προσδοκία ότι οι τιμές των μετοχών θα ανέβαιναν και επομένως η αξία του χαρτοφυλακίου του ΤΧΣ θα ήταν σημαντική. Σήμερα, όμως, η οικονομική κατάσταση και η πολιτική αβεβαιότητα των τελευταίων μηνών ανέτρεψαν την αρχική αυτή εκτίμηση. Το 2014 η κεφαλαιοποίηση των τραπεζών ήταν περίπου στα 20 δίς ενώ σήμερα είναι πολύ κάτω από τα 5 δις. Αντίστοιχη , απομείωση έχει γνωρίσει και το χαρτοφυλάκιο του ΤΧΣ Δυστυχώς, οι συνθήκες σήμερα είναι σημαντικά διαφορετικές από αυτές που υπήρχαν το 2014 και υπάρχει κίνδυνος και σημαντικής αποεπένδυσης του ΤΧΣ με δυσμενέστερους όρους. Θα χρειαστεί αρκετός χρόνος και σταθερότητα στην οικονομία προκειμένου να μπορέσουν να καλυφθούν οι απώλειες.

Η τρίτη ανακεφαλαιοποίηση που γίνεται στις τράπεζες από τότε που η χώρα βρίσκεται σε προγράμματα οικονομικής προσαρμογής (2010) γίνεται υπό δυσμενείς συνθήκες. Όσοι επένδυσαν σκέφτονται αν πρέπει –και αν μπορούν-να ξαναεπενδύσουν σε μια χώρα που δεν ξέρεις τι μπορεί να σου ξημερώσει αλλά δεν θέλουν και  να χάσουν την επένδυσή τους. Μετά και τις εκλογές επανέρχεται μια στοιχειώδης σταθερότητα αλλά τίποτα δεν μας κάνει περισσότερο  σίγουρους, ότι αυτή θα εμπεδωθεί. Οι τράπεζες έχουν καταλήξει να είναι σημεία πληρωμής φορολογικών ή άλλων υποχρεώσεων και καταβολής συντάξεων. Οι χορηγήσεις απλά δεν υπάρχουν,   η συμμετοχή  των τραπεζών στην αναδιάρθρωση και εξυγίανση επιχειρήσεων είναι ακόμα περιορισμένη και τα « κόκκινα δάνεια» καλπάζουν.

Θα είναι αυτή η τελευταία ανακεφαλαιοποίηση; Δύσκολο να απαντηθεί. Σίγουρα, όμως, μπορεί να αποδειχθεί αυτή που θα αλλάξει το τραπεζικό τοπίο στη χώρα. Η κατεύθυνση, όμως, θα παραμένει άγνωστη όσο πολιτική και οικονομία θα ασθενούν.

*Ο Θανάσης Κοντογεώργης είναι δικηγόρος.

Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2015

Οι πρωθυπουργοί στην Ελλάδα. Το παράδοξο της εξουσίας

Οι πρωθυπουργοί στην Ελλάδα. Το παράδοξο της εξουσίας
άρθρο μου στην Καθημερινή της Κυριακής (04/10/2015)

Ο τίτλος του άρθρου είναι και ο τίτλος του βιβλίου που έγραψαν οι καθηγητές Kevin Featherstone του London School of Economics και Δημήτρης Παπαδημητρίου του University of Manchester («Prime ministers in Greece: The paradox of power»). Σ’ αυτό περιγράφουν και αναλύουν μία παραδοξότητα της ελληνικής πολιτικής ζωής: ο εκάστοτε πρωθυπουργός δεν πετυχαίνει να διοικήσει αποτελεσματικά τόσο την κυβέρνησή του όσο και τη χώρα παρά την ισχυρή εξουσία που του επιφυλάσσει το Σύνταγμα.

Το βιβλίο περιέχει μια αναλυτική παρουσίαση της λειτουργίας του πρωθυπουργού και του γραφείου του κατά τη διάρκεια της θητείας των Κωνσταντίνου Καραμανλή, Ανδρέα Παπανδρέου, Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, Κωνσταντίνου Σημίτη και Κώστα Καραμανλή. Θα αναφερθώ στους δύο σημαντικότερους παράγοντες που έχουν κατά τους συγγραφείς ως αποτέλεσμα να υστερεί το σύστημα κεντρικής διοίκησης της χώρας υπό τον πρωθυπουργό.

1. Οργάνωση και στελέχωση γραφείου πρωθυπουργού. Από το 1974 που ανέλαβε πρωθυπουργός ο Κωνσταντίνος Καραμανλής μέχρι και το 2009 που έληξε η θητεία του νεότερου Κ. Καραμανλή, ο αρχικός αριθμός των ανθρώπων που υπηρετούσαν στο γραφείο του πρωθυπουργού διευρύνθηκε κατά περίπου 6 φορές. Η αύξηση, όμως, αυτή δεν συνοδευόταν από αντίστοιχη αύξηση της αποτελεσματικότητας και της ποιότητας, αφού οι επιλογές των προσώπων που στελέχωναν τις υπό τον πρωθυπουργό υπηρεσίες πολλές φορές υπαγορεύονταν από την ανάγκη τήρησης κομματικών ισορροπιών, από τον βαθμό πίστης και αφοσίωσης στο πρόσωπο του ηγέτη και λιγότερο από αξιοκρατικά ή άλλα αντικειμενικά κριτήρια. Ο Κ. Καραμανλής προτίμησε την επιλογή δημόσιων λειτουργών προκειμένου να τον συνδέουν με τη διοίκηση μέσα από μια χαλαρή δομή χωρίς να έχουν επιρροή στην ατζέντα της κυβέρνησης. Ο Α. Παπανδρέου διέβλεψε τις αυξημένες ανάγκες παρακολούθησης του κυβερνητικού έργου και έτσι διεύρυνε το πρωθυπουργικό γραφείο και πέρασε στον έλεγχο του πρωθυπουργού τη Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης (ΓΓΚ) και την Κεντρική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή (ΚΕΝΕ). Ομως, οι σύμβουλοι ήταν κυρίως προσωπικοί σύμβουλοι του πρωθυπουργού και όχι επικεφαλής οργανωμένων γραφείων, που συμμετείχαν στον σχεδιασμό και την παραγωγή πολιτικών για την κυβέρνηση, ενώ δεν βοήθησαν αρκετά στην παρακολούθηση και τον συντονισμό του κυβερνητικού έργου. Ο Κ. Μητσοτάκης μεγάλωσε και αυτός με τη σειρά του το Γραφείο, αλλά αυτό είχε μικρό ρόλο στον σχεδιασμό και τον συντονισμό, ενώ χαρακτηριστικό είναι ότι την περίοδο εκείνη η πολυπληθέστερη ομάδα στο Μαξίμου ήταν η επικοινωνιακή ομάδα.

Την περίοδο του Κ. Σημίτη, όπως διαπιστώνουν οι συγγραφείς, έγινε μια πιο συστηματική προσπάθεια ενίσχυσης του πρωθυπουργικού γραφείου, το οποίο στελεχώθηκε με ικανούς επιστήμονες, οι οποίοι λειτουργούσαν ως επικεφαλής οργανωμένων τμημάτων. Αυτοί υπηρετούσαν ένα συνολικό πρόταγμα, τον σχεδιασμό και την εφαρμογή του σχεδίου του πρωθυπουργού για εκσυγχρονισμό και εξευρωπαϊσμό της χώρας. Το πρότυπο λειτουργίας της κυβέρνησης που ακολουθήθηκε ήταν κοντά σε αυτό της λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του μοντέλου που ακολουθούσε η Ολλανδία. Τέλος, ο Κ. Καραμανλής ο νεότερος δημιούργησε ένα σχετικά αδύναμο γραφείο, αφού η καθολική του κυριαρχία στο κόμμα δημιούργησε στον ίδιο την ψευδαίσθηση, όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι συγγραφείς, ότι δεν χρειάζεται ισχυρό γραφείο, αφού θα μπορούσε να κυβερνά διά των υπουργών του, και δη των πεπειραμένων.

2. Λειτουργία της κυβέρνησης. Κατά τους συγγραφείς ο Κ. Καραμανλής επέλεγε μικρό υπουργικό σχήμα, το οποίο όμως δεν συγκαλούσε συχνά. Μηχανή της κυβέρνησης αποτελούσε η Κυβερνητική Επιτροπή. Η πρόσβαση των υπουργών στον πρωθυπουργό δεν ήταν εύκολη, αλλά εκείνος είχε και απαιτούσε άμεση πρόσβαση σε εκείνους και τις υποθέσεις των υπουργείων τους. Ο Α. Παπανδρέου δεν διακρινόταν από θεσμικότητα στη λειτουργία της κυβέρνησης. Συνήθως επέλεγε πολυπληθή υπουργικά σχήματα και οι ανασχηματισμοί ήταν οι συχνότεροι στη μεταπολιτευτική μας ιστορία. Τα Υπουργικά Συμβούλια ήταν συνήθως εθιμοτυπικά, ενώ υπήρχε κακός προγραμματισμός και έλειπε η σοβαρή προετοιμασία.

Ο Κ. Μητσοτάκης ήταν ο πρώτος που προσπάθησε να αποδώσει σημαίνοντα ρόλο στο Υπουργικό Συμβούλιο. Αξιοποίησε το Υπουργικό Συμβούλιο για να παρουσιάζονται οι κυβερνητικές πολιτικές και καθόρισε τακτικές συνεδριάσεις προωθώντας και κανονισμό λειτουργίας. Ομως, οι ισχυρές συγκρούσεις στο εσωτερικό της κυβέρνησης και η ισχνή κοινοβουλευτική πλειοψηφία υπονόμευαν αυτή την προσπάθεια.

Ο Κ. Σημίτης έφερε συλλογικότητα στη διοίκηση, αφού επί των ημερών του το Υπουργικό Συμβούλιο και η Κυβερνητική Επιτροπή συνεδρίαζαν τακτικά και αποτέλεσαν έναν τόπο ανοικτής πολιτικής συζήτησης. Παράλληλα, όλοι οι υπουργοί είχαν άμεση πρόσβαση στον πρωθυπουργό και οι διμερείς συζητήσεις ήταν συχνές και ουσιαστικές. Οι συγγραφείς ισχυρίζονται ότι η συλλογικότητα που επέδειξε ο Κ. Σημίτης οφείλεται κυρίως στις αντιπαλότητες που υπήρχαν στο κόμμα και στο γεγονός ότι δεν το κυριαρχούσε απόλυτα όπως ο Κ. Καραμανλής ή ο Α. Παπανδρέου. Ο Κ. Καραμανλής δεν αξιοποίησε το Υπουργικό Συμβούλιο αλλά κυρίως την Κυβερνητική Επιτροπή, γεγονός που δημιούργησε δύο ταχύτητες στην κυβέρνηση. Οι συγκρούσεις μεταξύ των υπουργών ήταν συχνές και ο Κ. Καραμανλής ανάλωνε τον περισσότερο χρόνο του στην αναζήτηση συναινέσεων παρά στη χάραξη πολιτικών κατευθύνσεων.

Οι συγγραφείς εργάστηκαν με πρότυπο το σύστημα διακυβέρνησης στη Μεγάλη Βρετανία. Οπως οι ίδιοι επισημαίνουν, η Ελλάδα και οι άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου ακολουθούν ένα τελείως διαφορετικό πρότυπο, το ναπολεόντειο. Στο σύστημα αυτό η πολιτική συμμετοχή στην κορυφή της κυβερνητικής πυραμίδας κυριαρχεί και είναι περιορισμένη η ανάθεση ευθυνών σε δημοσίους υπαλλήλους ή ειδικούς όπως συμβαίνει στη Μ. Βρετανία. Ομως η διαφορά αυτή δεν είναι επαρκής εξήγηση για την κατάσταση στη χώρα μας.

Η θεσμική κανονικότητα που μπορεί να χαρακτηρίζει τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες δεν είναι από μόνη της ικανή στη χώρα μας να εξασφαλίζει την επιτυχία και μακροημέρευση μεταρρυθμίσεων και αλλαγών. Αυτός ο κανόνας ισχύει δυστυχώς και για τον πυρήνα της εξουσίας, το πρωθυπουργικό κέντρο. Σοβαρές προσπάθειες έγιναν. Και αν αυτές πολλές φορές δεν ικανοποιούσαν την ανάγκη μιας ρήξης με ένα επιβαρυντικό παρελθόν, υπηρετούσαν όμως τη σκοπιμότητα της προσαρμογής, αξιοποίησης και βελτίωσης υφισταμένων δομών και μηχανισμών. Αλλά, ο κομματικός ανταγωνισμός, η ισοπέδωση και η διαίρεση που προκαλεί, ο χαμηλός βαθμός συγκρότησης ανθρώπων που καταλαμβάνουν ανώτατες θέσεις, η απουσία εμπιστοσύνης που διαχέεται σε όλες τις βαθμίδες του κεντρικού πυρήνα διακυβέρνησης και η σχεδόν αποκλειστική αφοσίωσή του στο πρόσωπο του ηγέτη, έχουν στη χώρα μας ενδημικά χαρακτηριστικά. Μόνο όταν υπάρχει υψηλή αίσθηση αποστολής και κεντρικό πολιτικό αφήγημα, υπάρχουν πιθανότητες να πάνε τα πράγματα μπροστά.

Οι πρωθυπουργοί που φρόντισαν να τακτοποιήσουν τα του «οίκου» τους ήταν και εκείνοι που άφησαν πίσω τους το μεγαλύτερο έργο για το σύνολο της κοινωνίας, το οποίο, όμως, και λόγω των ανωτέρω λόγων αποδείχθηκε ευάλωτο στις παθογένειες του ελληνικού πολιτικού συστήματος.

Ας ελπίσουμε ότι τα παραδείγματα που αντλούνται από την πρόσφατη ιστορία μας δεν θα αξιοποιούνται μόνο από τους θεωρητικούς για τα πονήματά τους, αλλά και από το σύνολο της κοινωνίας μας. Ετσι ώστε να κάνουμε τις απαιτούμενες υπερβάσεις σε μια συγκυρία που απαιτεί σχέδιο, ενότητα, σεβασμό και εμπιστοσύνη.
* Ο κ. Θ. Κοντογεώργης είναι νομικός, απόφοιτος της Σχολής Δημόσιας Πολιτικής «Κένεντυ» του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ. Την περίοδο 2010-2014 διετέλεσε νομικός σύμβουλος και σύμβουλος στρατηγικής της ελληνικής κυβέρνησης, στο Γραφείο Πρωθυπουργού, τη Γενική Γραμματεία της κυβέρνησης και το υπουργείο Οικονομικών.
Έντυπη

10 προτάσεις πολιτικής ευζωϊας

10 προτάσεις πολιτικής ευζωϊας
Άρθρο μου στο protagon 

1. Δεν ανοίγεις ποτέ τηλεόραση το πρωί μεταξύ 6.30-10.00 παρά μόνο αν έχεις ΟΤΕ tv για να βάλεις το MEZZO. Οτιδήποτε άλλο στα περισσότερα  κανάλια πανελλαδικής εμβέλειας μπορεί να καταστρέψει τα νεύρα σου πριν καν ξεκινήσει η μέρα σου.

2. Όταν ακούς ραδιόφωνο στο αμάξι, στο σπίτι ή στη δουλειά άκου Βουλαρίνο, Μοσχολιού κ.α. για να γελάσει το χειλάκι σου με πολιτική σάτιρα αλλά χωρίς να έχεις τον κίνδυνο να πέσεις σε κάποιους νέους τιτάνες της πολιτικής ζωής της χώρας που αναλύουν τις προκλήσεις της χώρας με την ευκολία του προπονητή της εξέδρας.

3. Αν είσαι σε ηλικία που έχεις ψηφίσει τουλάχιστον 5 φορές, συνέχισε να συζητάς με εκείνους που το έκανες μέχρι τώρα. Και αν όλοι ανήκετε στα κόμματα ή είστε κοντά στα κόμματα που έλαβαν το 10% των ψήφων, δεν πειράζει. Τουλάχιστον, το λίγο χρόνο που θα έχεις στη διάθεσή σου για τέτοιες συζητήσεις δεν θα γίνονται τα νεύρα σου τσατάλια με απόψεις που διαβάζεις στα «έγκυρα» blogs της χώρας.

4. Αν κάποιοι σου λένε ότι είσαι εκτός κοινωνίας και πρέπει να αρχίσεις να συναναστρέφεσαι πολιτικά και άλλο κόσμο, ΜΗΝ ΤΟ ΚΑΝΕΙΣ. Θα καταλήξεις είτε να τρέχεις από φεστιβάλ νεολαίας σε φεστιβάλ νεολαίας (με μια μικρή στάση σε τράπεζα του Λονδίνου) είτε σε στρατόπεδο εκμάθησης πολεμικών τεχνών και μαθημάτων ελληνικής ιστορίας γραμμένης μόνο από «αυθεντικούς» Έλληνες. Για αρχή, άσε το Facebook.

5. Βάλε πάλι να δεις West Wing και όχι House of Cards για να θυμηθείς τι σημαίνει policy και όχι politics

6. Ανάτρεξε πάλι στα πρώτα σου πολιτικά αναγνώσματα. Και αν κάποιοι σου λένε ότι οι ιδεολογίες πέθαναν, εσύ ξαναδιάβασέ τα γιατί κάτι καινούριο θα ανακαλύψεις και θα συνειδητοποιήσεις, ότι η δύναμη της πολιτικής είναι οι ρεαλιστικές ιδέες της και ο αγώνας για την πραγμάτωσή τους.

7. Χώνεψε όσα έγιναν και προσπάθησε, συνεργάσου για το καλύτερο, για την πρόοδο, με τους ανθρώπους που ξεχώρισαν και ξεχώρισες στα δύσκολα. Μην αφεθείς, όμως, στο εξισωτισμό, την ισοπέδωση, τη μετριοκρατία. Όσο και αν κάποιοι τα επιθυμούν γιατί βολεύονται σε αυτά, θυμήσου ότι υπάρχει άλλος δρόμος.

8. Επισκέψου έναν ειδικό που μπορεί να «καθαρίσει» τη μνήμη σου από τα γεγονότα των τελευταίων μηνών και ειδικά όσα έγιναν από την προκήρυξη του δημοψηφίσματος μέχρι και την ψήφιση της νέας συμφωνίας. Ίσως αυτό βοηθήσει να ξεπεραστούν και τα ψυχολογικά τραύματα που άφησε η περίοδος αυτή, τουλάχιστον σε όσους είχαν συναίσθηση των διακυβευμάτων.

9. Δεν αξίζει να χαλάς τη ζαχαρένια σου για κανέναν. Οι προσωπικές αντιπαραθέσεις φθείρουν, καταναλώνουν ενέργεια και όσοι καταφεύγουν σ' αυτές έχουν ένδεια λογικών επιχειρημάτων. Εκεί, πρέπει να εμμείνεις.

10. Απόλαυσε τη ζωή και όσα σου προσφέρονται. Με πολιτική και χωρίς.

*Ο Θανάσης Κοντογεώργης είναι δικηγόρος.

Κυβέρνηση συνεργασίας: Εγχειρίδιο καλής λειτουργίας

Κυβέρνηση συνεργασίας: Εγχειρίδιο καλής λειτουργίας
Άρθρο μου στο Protagon 

Λίγες μέρες πριν τις εκλογές και κατά τα φαινόμενα θα οδηγηθούμε σε μια νέα κυβέρνηση συνεργασίας, χωρίς βέβαια ακόμα να ξέρουμε ποια κόμματα θα την απαρτίζουν. Από τον Νοέμβριο του 2011 μέχρι και σήμερα, η χώρα έχει γνωρίσει μόνο κυβερνήσεις συνεργασίας, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε τις ένδοξες μέρες του δικομματισμού.

Η συμφωνία με τους εταίρους μας αποτελεί, ελλείψει εθνικού σχεδίου, τον οδικό χάρτη της διακυβέρνησης της χώρας και για τα επόμενα χρόνια. Η εμπειρία των τεσσάρων ετών κυβερνήσεων συνεργασίας μας βοηθά να αντλήσουμε χρήσιμα συμπεράσματα για τις πολιτικές και θεσμικές προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να λειτουργήσει αποτελεσματικά η νέα κυβέρνηση.

1. Στελέχωση:
Η διακυβέρνηση της χώρας είναι μια σοβαρή υπόθεση που πρέπει να την αναλαμβάνουν σοβαροί και ικανοί άνθρωποι.

Η εμπειρία έδειξε ότι 4 υπουργεία υψηλής έντασης, τα υπουργεία Οικονομικών, Ανάπτυξης, Εργασίας (και Κοινωνικής Ασφάλισης), Διοικητικής Μεταρρύθμισης σηκώνουν το βάρος υλοποίησης της συμφωνίας. Με βάση το νέο Μνημόνιο, διαπιστώνουμε ότι μεγάλο, διαρθρωτικό κυρίως, βάρος εναποτίθεται και στα Υπουργεία Υγείας και Παραγωγικής Ανασυγκρότησης με πολλές δράσεις και προαπαιτούμενα.

Επικεφαλής των 6 αυτών υπουργείων πρέπει να είναι τεχνοπολιτικά πρόσωπα με σαφέστατο ευρωπαϊκό προσανατολισμό που έχουν σχετική πείρα στο αντικείμενο και είναι κοινής αποδοχής. Σημαντικότερη προϋπόθεση είναι να μπορούν αυτοί οι 6 να συνεργάζονται πολύ καλά αφού θα χρειαστούν αρκετές διυπουργικές ενέργειες (νόμοι, δευτερογενής νομοθεσία, κοινές επιτροπές κοκ) προκειμένου να προχωρήσει η υλοποίηση των δεσμεύσεων. Απολύτως απαραίτητη είναι η συνεργασία όλων ειδικά με τον υπουργό Οικονομικών κατά τη διάρκεια των τριμηνιαίων επικαιροποιήσεων/αναθεωρήσεων του προγράμματος αλλά και κατά το σύνολο της κυβερνητικής θητείας αφού νόμοι και τροπολογίες καθώς και δευτερογενής νομοθεσία (ΥΑ, ΚΥΑ κοκ) είναι ικανές να ανατρέψουν το δημοσιονομικό πρόγραμμα της χώρας -και όχι μόνο- και να δημιουργήσουν πλείστα προσκόμματα στην προσπάθεια επίτευξης των στόχων.

Στις κορυφαίες αυτές θέσεις χρειάζεται να τοποθετηθούν πρόσωπα που είτε είχαν ευδόκιμη προϋπηρεσία τα τελευταία πέντε χρόνια είτε έχουν περάσει από τη δημόσια διοίκηση, κατέχουν το αντικείμενο και μπορούν γρήγορα να κατανοήσουν τις προτεραιότητες και τα προβλήματα του υπουργείου και να δράσουν αποτελεσματικά και πέραν των συμφωνημένων δεσμεύσεων της χώρας .

Κρίσιμες θέσεις στην Κυβέρνηση είναι επίσης οι:

• Γενικός Γραμματέας Κυβέρνησης: Σ’ αυτή τη θέση απαιτείται (και εκ του νόμου) νομικός που μπορεί, όμως, να μην μένει στο στενό γράμμα του νόμου αλλά είτε κατά τη διάρκεια του νομοπαρασκευαστικού έργου είτε κατά τη διαδικασία της νομοθέτησης να αντιλαμβάνεται τις πολιτικές προεκτάσεις, να επιμελείται των θεσμικών, πολιτικών και νομικών ενεργειών για τον καλύτερο συντονισμό των υπουργών και να μπορεί να έχει αίσθηση του επείγοντος και της πολιτικής ανάγκης. 
• Γενικός Γραμματέας Συντονισμού: Ο Γενικός Γραμματέας Συντονισμού με βάση και το νέο πρόγραμμα θα έχει αυξημένες αρμοδιότητες αφού πέραν του συντονιστικού του ρόλου σε διυπουργικές δράσεις θα μπορεί πλέον να αναλαμβάνει και την επίβλεψη συγκεκριμένων δράσεων που περιλαμβάνονται στο Μνημόνιο. Η επιτυχία του εξαρτάται βέβαια από τον βαθμό συνεργασίας και αποδοχής που θα έχει από τους υπουργούς αλλά και από την ικανότητα λείανσης των αρτηριοσκληρώσεων της διοίκησης και των προβλημάτων που μπορεί να προκαλέσουν κομματικοί ανταγωνισμοί.

Αναλυτικότερα για το έργο, τη στελέχωση και τη λειτουργία της ΓΓΚ και της ΓΓΣ έχω αναφερθεί σεάρθρο μου στο protagon, λίγο μετά τη συμφωνία της 12ης Ιουλίου.

• Καίριες επίσης είναι οι θέσεις του Γενικού Γραμματέα Οικονομικών που έχει τη συνολική ευθύνη παρακολούθησης του Προγράμματος σε συνεργασία με τον πρόεδρο του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων του ΥπΟιΚ που εκπροσωπεί τη χώρα στα Euroworking Group αλλά και προϊσταται του ΣΟΕ που μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στην χάραξη εθνικών οικονομικών πολιτικών. Σ’ αυτές τις θέσεις οι επιλογές θα ήταν χρήσιμο να είναι υπερκομματικές και να πληρούν τα εχέγγυα επιστημονικής επάρκειας που αυτές απαιτούν.
2.Διοίκηση/Υλοποίηση.

Είναι περιττό να θυμηθούμε πόσα χρόνια χρειάστηκε, ή μάλλον ακόμα χρειάζεται, η ελληνική πολιτεία για να καταλήξει σε συγχωνεύσεις και καταργήσεις οργανισμών, στον προσδιορισμό του ρόλου του κράτους, στην αλλαγή των αντικειμενικών τιμών, σε ενιαίο επενδυτικό πλαίσιο. Απόρροια, όμως, της αποτυχίας συνολικά του πολιτικού συστήματος να προχωρήσει σε όλα αυτά ήταν ότι φτάσαμε να συζητάμε για το ΦΠΑ στο σουβλάκι με τζατζίκι ή χωρίς. Οι λόγοι γνωστοί. Ανεπάρκεια, πελατειακό σύστημα, περιορισμένη πολιτική βούληση, έλλειψη οράματος κοκ.

Το πρώτο πεδίο, στο οποίο θα κριθεί η νέα κυβέρνηση είναι η ικανότητά της να φέρει εις πέρας τους δημοσιονομικούς στόχους και τις διαρθρωτικές αλλαγές που έχουν συμφωνηθεί με τους εταίρους. Μελετώντας κανείς τα κείμενα του «3ου Μνημονίου»  θα διαπιστώσει ότι ειδικά στο πεδίο των διαρθρωτικών αλλαγών οι στόχοι είναι φιλόδοξοι και σημαντικοί. Ενδεικτικά αναφέρω:

Εντατικοποίηση των αλλαγών στον δημόσιο τομέα με έμφαση στην αξιολόγηση και εξέλιξη των υπαλλήλων και στον τρόπο προσέλκυσης, επιλογής και συνεχούς εκπαίδευσης και κατάρτισης όσων λαμβάνουν επιτελικές ανώτερες θέσεις, συνολική στρατηγική κατά της διαφθοράς, ανεξαρτητοποίηση της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων με παράλληλη δημιουργία εσωτερικών μηχανισμών και δομών που θα εξασφαλίζουν την καλύτερη κατάρτιση των εργαζόμενων, την προσέλκυση στελεχών του ιδιωτικού τομέα και φυσικά την αποτελεσματικότερη είσπραξη των δημοσίων εσόδων, σημαντικές αλλαγές στο εθνικό σύστημα υγείας κυρίως προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της πρωτοβάθμιας περίθαλψης με καθολική πρόσβαση ασφαλισμένων και ανασφαλίστων, επιτάχυνση των δομικών αλλαγών στον τομέα του κοινωνικού κράτους και ιδίως στην αναμόρφωση του συνταξιοδοτικού συστήματος, την μεταρρύθμιση του ΟΑΕΔ κ.α., εντατικοποίηση των ιδιωτικοποιήσεων, Κτηματολόγιο, τη ρύθμιση/απελευθέρωση επαγγελμάτων, την ενίσχυση των επενδυτικών κινήτρων κοκ.

Η πενταετής αυτή εμπειρία έδειξε ότι για να πετύχουν οι μεταρρυθμίσεις χρειάζεται να πληρούνται κάποιες προϋποθέσεις, όπως : Εθνική δέσμευση επί των μεταρρυθμίσεων για να υλοποιηθούν και να ευδοκιμήσουν, η δέσμευση επί των μεταρρυθμίσεων πρέπει να είναι μακρόπνοη και να μην στηρίζεται σε προσπάθειες που σταματάνε και ξαναρχίζουν ή σε εύκολες δήθεν λύσεις, καλός συντονισμός και παρακολούθηση σε διυπουργικά θέματα, ορισμός υπευθύνων για τις δεσμεύσεις που τρέχουν, καλή επικοινωνία των μεταρρυθμίσεων και καλή χρήση διαθέσιμων όρων.

Επομένως, για να προχωρήσουμε στην υλοποίηση του τρίτου Μνημονίου, που περιλαμβάνει κυρίως διαρθρωτικές αλλαγές, θα ήταν χρήσιμο η νέα κυβέρνηση να επενδύσει στην κατάλληλη προετοιμασία, παρακολούθηση και υλοποίηση των δεσμεύσεων και προς τούτο να αξιοποιήσει τους κατάλληλους ανθρώπους δημιουργώντας τις σχετικές δομές.

Μια ιδέα που κυοφορείται εδώ και καιρό είναι η δημιουργία μιας Υπηρεσίας/Υπουργείου Μεταρρυθμίσεων που θα αναλαμβάνει την παρακολούθηση, συντονισμό και πολλές φορές υλοποίησης δράσεων του Μνημονίου ακόμα και αν αυτό απαιτήσει συμβασιοποίηση αυτών δηλαδή προκήρυξή τους ως έργα και ανάθεσή τους για υλοποίηση σε δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς (ή και συμπράξεις) ανάλογα με το αντικείμενο αυτών. Η υπηρεσία αυτή θα μπορούσε επίσης να αποτελεί τη θεσμική μνήμη όλων των αλλαγών που έχουν γίνει ή γίνονται στη χώρα σε όλο το εύρος των διαρθρωτικών πολιτικών και να εκπονεί μελέτες ή και να εκπαιδεύσει στελέχη σε συνεργασία με το Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης, προκειμένου να μπορεί η ελληνική δημόσια διοίκηση να παράγει πολιτικές με την τεχνοκρατική επάρκεια που απαιτούν οι νέες συνθήκες και να υλοποιεί πολιτικές με την αποτελεσματικότητα που πρέπει να διακρίνει ένα σύγχρονο κράτος.

Σημειώνω ότι με βάση τις δεσμεύσεις του νέου προγράμματος θα πρέπει να παραχθούν τους επόμενους μήνες δεκάδες μελέτες που θα αξιολογούν όσα έγιναν τα προηγούμενα χρόνια, προκειμένου να μπορούμε να σχεδιάσουμε καλύτερα το μέλλον και θα ήταν πολύ καλό να μπορούσαμε να το κάνουμε αυτό εμείς οι ίδιοι από το να διαθέτουμε πόρους σε τρίτους για την εκπόνηση αυτών των μελετών.

Επιπροσθέτως, τα κόμματα που θα απαρτίζουν τη νέα κυβέρνηση θα πρέπει να εντοπίσουν (και να καλέσουν) στελέχη του δημοσίου ή και του ιδιωτικού τομέα, τα οποία θα μπορούσαν να αναλάβουν επικεφαλής σημαντικών επιχειρησιακών σχεδίων προκειμένου αυτά να γίνουν γρήγορα και με τον τρόπο που επιβάλλουν οι σύγχρονες πρακτικές διοίκησης.
3. Πολιτικός συντονισμός:

Στις κυβερνήσεις συνεργασίας των προηγούμενων ετών παρατηρήθηκαν έντονα ευτελιστικά φαινόμενα του κοινοβουλευτικού μας πολιτεύματος λόγω των πιέσεων που ασκούνταν από μεμονωμένους βουλευτές ή στελέχη κομμάτων που εκμεταλλευόντουσαν τις ισχνές κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες.

Μια κυβέρνηση, όμως, δεν μπορεί να προχωρήσει έτσι.

Εξ αυτού του λόγου, χρειάζεται ένας (και όχι τρεις όπως σήμερα) Υπουργός Επικρατείας, ο οποίος σε συνεργασία με τον Γενικό Γραμματέα της Κυβέρνησης και τον Γενικό Γραμματέα Συντονισμού θα εξασφαλίζει ότι:
Α) Οι νόμοι και οι τροπολογίες που κατατίθενται εντάσσονται στο πλαίσιο δεσμεύσεων της χώρας και είναι συμβατές με το προγραμματικό πλαίσιο συμφωνίας που πρέπει να υπάρχει, ως συστατική πράξη μιας κυβέρνησης συνεργασίας. Τυχόν παρεκκλίσεις δεν θα πρέπει να φτάνουν στο ανώτερο επίπεδο των αρχηγών κομμάτων αφού αυτό δημιουργεί φθορά και τους εμποδίζει από το αναπτυχθεί συνεργατικό κλίμα εμπιστοσύνης.

Β) Οι πολιτικές των υπουργείων, όπως αυτές εκπονούνται και υλοποιούνται (ή και νομοθετούνται), έχουν λάβει υπόψη τους τις παρατηρήσεις κομμάτων στο στάδιο της διαβούλευσης και είναι συμβατές με τις υποχρεώσεις της χώρας.

Γ) Ο προγραμματισμός του κοινοβουλευτικού έργου πρέπει να λαμβάνει υπόψη πρώτα τις προτεραιότητες της χώρας και μετά τις κοινές επιδιώξεις των κομμάτων

Δ) Για όσες πολιτικές πρωτοβουλίες εκτυλίσσονται και υπάρχουν δομικές διαφωνίες των κομμάτων, θα πρέπει να ανατρέχουν στα συστατικά της συγκυβέρνησης προγραμματικά κείμενα ή να συγκεντρώνονται/ομαδοποιούνται αυτές και να λύνονται σε επίπεδο εντεταλμένων από τους αρχηγούς των κομμάτων στελεχών, και μόνο αν αυτές παραμένουν να παρεμβαίνουν οι πρόεδροι.

Η χώρα μας έχει μικρή πείρα σε κυβερνήσεις συνεργασίας. Είναι, όμως, ήδη σημαντική για να μπορούμε να αποφύγουμε τα ίδια  λάθη και να επιτύχουμε ένα καλύτερο αποτέλεσμα.
* Ο Θανάσης Κοντογεώργης είναι δικηγόρος. 

Αποζητώντας τον Νίκο Θέμελη

Αποζητώντας τον Νίκο Θέμελη, άρθρο μου στο protagon 

Τέτοιες μέρες του Αυγούστου πριν 4 χρόνια έφυγε από κοντά μας ο Νίκος Θέμελης, ένας σημαντικός συγγραφέας και πολιτικός μα κυρίως ένας υπέροχος άνθρωπος.
Η δυσάρεστη αυτή μέρα μνήμης δεν αποτελεί τον λόγο, για τον οποίο αναφέρομαι στον Νίκο Θέμελη. Ή, μάλλον, δεν αποτελεί τον μοναδικό λόγο. Κι αν οι ιδιωτικές στιγμές είναι για να πλουτίζουν τον κόσμο των αναμνήσεων για όσους είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν και το συγγραφικό του έργο παραμένει δημοφιλές και ανθεκτικό μέσα στον χρόνο, η δημόσια πλευρά του Νίκου Θέμελη, αυτή του πολιτικού άνδρα, με τη διακριτικότητα που τον χαρακτήριζε, είναι που ειδικά αυτή την περίοδο μας κάνει να τον αναπολούμε. Μια περίοδος σκοτεινή, που κυριαρχεί η άρνηση, η ισοπέδωση, ο μηδενισμός, ο φθόνος, η μισαλλοδοξία, η πόλωση και η διαίρεση.
Τι διέθετε ο Νίκος Θέμελης, εν αφθονία μάλιστα, και γιατί μας λείπει.
Το ήθος του. Ο Νίκος Θέμελης ήταν για πολλά χρόνια και όχι τυχαία, ο στενότερος συνεργάτης του Κ. Σημίτη. Εκείνη την περίοδο οι κομματικές αλλά και εσωκομματικές αντιπαραθέσεις ήταν έντονες, τα διακυβεύματα σημαντικά, οι προκλήσεις για τη χώρα μεγάλες και τα ιδιοτελή συμφέροντα, όπως δυστυχώς αποδείχθηκε στη συνέχεια, ισχυρά. Ποτέ, όμως, δεν διολίσθησε σε προσωπικές επιθέσεις και υπαινιγμούς, η στάση του και η όποια κριτική του είχαν πάντοτε πολιτικά χαρακτηριστικά και ιδεολογικές αιχμές. Δεν άφησε την εξουσία να γίνει συνήθεια και δεν συνήθισε την εξουσία. Η αίσθηση της προσωρινότητας λειτουργούσε κινητροδοτικά για περισσότερη δουλειά, εντονότερους ρυθμούς, καλύτερα αποτελέσματα. Σεμνός, διακριτικός αν και έντονος ως χαρακτήρας και προσωπικότητα, υπηρετούσε το δημόσιο συμφέρον ως οφείλουν όλοι οι ασχολούμενοι με τα δημόσια πράγματα. Υποδειγματικά. Πρότυπα.
Πόσο πολύ μας λείπει σήμερα η παιδευτική λειτουργία της πολιτικής που παράγει πρότυπα;
Η φυσική του ευγένεια και η ανοχή/κατανόηση στη διαφορετικότητα και την αντίθετη άποψη. Όλοι του μιλούσαν γιατί κατάφερνε με τον τρόπο του να λειτουργεί καταπραϋντικά σε όλες τις ανθρώπινες ανησυχίες που μεγεθύνονται στον χώρο της πολιτικής, και καθοδηγητικά σε αρκετούς, ενώ παράλληλα είχε το ταλέντο να βγάζει από όλους τον καλύτερό τους εαυτό τη στιγμή που έπρεπε. Έχοντας επίγνωση του γεγονότος ότι λίγοι μπορεί να είχαν ακριβώς τις ίδιες αντιλήψεις με εκείνον και τον Κ. Σημίτη αλλά οι λίγοι χρειάζονται να γίνονται περισσότεροι για να πετύχεις τον πολιτικό σου στόχο και να οδηγήσεις τα πράγματα μπροστά, μπορούσε με την προσήνεια που τον χαρακτήριζε αλλά και την ευγενική αυστηρότητα, όπου έπρεπε, να συστρατεύει πολλούς στον κοινό στόχο. Ακόμα και αν εκείνοι μπορεί να είχαν αρχικώς αρκετά διαφορετικές προσεγγίσεις.
Το στρατηγικό βάθος της σκέψης και η επιμονή του στη μεγάλη εικόνα.
Πόσο πολύ έλειψαν, ιδίως τα τελευταία χρόνια, από τη χώρα αλλά και την παράταξη της προόδου, του εκσυγχρονισμού και της πραγματικής αλλαγής, η στρατηγική ανάλυση, η μεταρρυθμιστική πνοή, η έγκαιρη κσι αποτελεσματική υλοποίηση των πολιτικών, ο σχεδιασμός του επόμενου και μεθεπόμενου βήματος, ο οραματικός λόγος, οι διακριτές πολιτικές απόψεις που στηρίζονται σε μια μεστή, ολιστική και υψιπετή προσέγγιση για το πού πρέπει να πάει η χώρα και πώς θα το πετύχει αυτό. Πόσο καθοριστικά χρήσιμος θα ήταν ο Νίκος Θέμελης στις διεργασίες που υπήρξαν στον χώρο της κεντροαριστεράς και που καταδικάστηκαν από ατυχείς χειρισμούς και συμπεριφορές; Στη συλλογική μας τύφλωση η καθαρή ματιά ανθρώπων σαν τον Νίκο Θέμελη, μπορούσαν να κάνουν πιο απλά ευδιάκριτη «τη μεγάλη εικόνα» και για τη χώρα και για την ευρύτερη παράταξη.
Ο κοσμοπολιτισμός του.

Ζούμε σε μια περίοδο, όπου οι προσεγγίσεις συνήθως είναι μυωπικά εθνοκεντρικές και ανέξοδα αντιευρωπαϊκές. Οι προσωπικές παραστάσεις όσων έχουν τις τύχες μας στα χέρια τους είναι κατά κανόνα περιορισμένες και περιθωριακές. Ο Νίκος Θέμελης, άνθρωπος διαβασμένος, ταξιδεμένος, έχοντας εργαστεί και στην ΕΕ κατάλαβε νωρίς ότι στόχος δεν είναι η ομογενοποίηση αλλά η δημιουργία μιας Ευρώπης που θα στηρίζεται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε χώρας με μεγάλες πολιτικές συμφωνίες εκεί όπου απαιτείται κοινός βηματισμός για να προχωρήσουμε.
Συνειδητοποίησε, και φάνηκε και από την υπόθεση της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ, που συνέβαλε καθοριστικά, ότι οι ελληνικές, οι δικές μας επιδιώξεις, μπορούν να επιτευχθούν όταν λαμβάνουμε υπόψη σοβαρά και ρεαλιστικά και τις επιδιώξεις των άλλων και όχι όταν πετροβολούμε χωρίς σχέδιο, χωρίς συμμαχίες, μόνοι και απελπιστικά ανεπαρκείς.
Ο Νίκος Θέμελης, λείπει. Μας λείπει. Και λείπει από την πολιτική. Όπως λείπουν από την πολιτική σήμερα άνθρωποι σαν τον Νίκο Θέμελη. Το ευτύχημα είναι ότι υπάρχουν. Ανοργάνωτοι ίσως τώρα, που κάποια στιγμή όμως θα συγκροτήσουν ισχυρές ομάδες που μπορούν να σχηματίσουν ευρύτερες κοινωνικές πλειοψηφίες. Για τον χώρο της προόδου και του πραγματικού εκσυγχρονισμού διαφαίνεται σήμερα μια πολιτική έρημος. Όπως έλεγε, όμως, και ο ίδιος συχνά: «Οι καιροί μάς καλούν σε αναμετρήσεις. Δεν μας λείπουν οι ιδέες ούτε οι άνθρωποι. Λείπει η σπάνια συγκυρία όπου όλοι μαζί θα πέσουν ενσυνείδητα και ομόψυχα σε μια προσπάθεια να κινητοποιήσουν την κοινωνία».
Ίσως αργήσει, ελπίζω για λίγο, αυτή η σπάνια συγκυρία, όπως την περιγράφει ο Νίκος.
Ας προσπαθήσουμε να τη δημιουργήσουμε γρήγορα.
*Ο Θανάσης Κοντογεώργης ειναι δικηγόρος.

Παρασκευή 17 Ιουλίου 2015

Πώς φτιάχνουμε μια καλύτερη συμφωνία;

Πώς φτιάχνουμε μια καλύτερη συμφωνία;
Άρθρο μου στο protagon 

Ένα αίσθημα ανακούφισης υπάρχει στη χώρα ύστερα από την επίτευξη συμφωνίας στις Βρυξέλλες. Τα χειρότερα φαίνεται ότι πέρασαν. Τώρα ξεκινούν τα πολύ δύσκολα υπό εντελώς διαφορετικές κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες. Οι ευθύνες για τη σημερινή κατάσταση είναι προφανείς και πολυπρόσωπες. Στο σημείο που βρισκόμαστε, σημασία έχει να δούμε πώς μπορεί να διαμορφωθεί και να υλοποιηθεί μια συμφωνία με τρόπο αποτελεσματικό και ωφέλιμο για τη χώρα και τους πολίτες.
Από το κείμενο της συμφωνίας της Συνόδου Κορυφής προκύπτει ότι η Βουλή των Ελλήνων θα πρέπει μέχρι την Τετάρτη να νομοθετήσει επί συγκεκριμένων προαπαιτούμενων, προκειμένου το Eurogroup να ανάψει το πράσινο φως για να ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις για το νέο πρόγραμμα.
Τι σημαίνει αυτό; Πολύ απλά, κείμενο συμφωνίας δεν υπάρχει ακόμα. Με βάση και το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης θα πρέπει να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ελλάδας και της τριμερούς, δηλαδή Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, προκειμένου να καταλήξουν στο κείμενο των πολιτικών δεσμεύσεων/στόχων που θα συνοδεύει τη νέα δανειακή σύμβαση, κατά τα πρότυπα της προηγούμενης Κύριας Σύμβασης Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης (Master Financial Agreement).
Tα περιθώρια είναι όντως στενά. Θα πρέπει, όμως, η ελληνική κυβέρνηση, υπό οιαδήποτε σύνθεση, να κινηθεί άμεσα και με σχεδιασμό. Κι αυτό, γιατί η “συνταγή” του νέου προγράμματος είναι χρήσιμο να λαμβάνει υπόψη της τις αποτυχίες αλλά και τις αποτελεσματικές παρεμβάσεις των προηγούμενων προγραμμάτων έχοντας ένα κατά το δυνατόν προοδευτικό πρόσημο.
Τι μπορεί να κάνει επομένως η ελληνική κυβέρνηση το διάστημα που ακολουθεί; Πώς μπορεί να πετύχει μια καλύτερη και τεχνικά αρτιότερη συμφωνία;
Αξιοποίηση της προηγούμενης εμπειρίας.
Οι συζητήσεις δεν ξεκινάνε από το μηδέν. Είναι προφανές ότι σε αρκετά σημεία το νέο πρόγραμμα θα αποτελεί, ως προς τους δημοσιονομικούς και μεταρρυθμιστικούς στόχους, συνέχεια των προηγούμενων. Τα τελευταία 5 χρόνια διαμορφώθηκαν νέες και αξιοποιήθηκαν υπάρχουσες υποστηρικτικές δομές της εκτελεστικής εξουσίας που είχαν ενεργό ανάμειξη στην υλοποίηση των προγραμμάτων. Έλειψε βέβαια ο συντονισμός και η συστηματικότητα. Όμως, διαχρονική παρακολούθηση όλων των συνισταμένων των προγραμμάτων είχαν το Σώμα Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων (ΣΟΕ), που υπάγεται στον Υπουργό Οικονομικών, οι Διευθύνσεις Παρακολούθησης των Προγραμμάτων και του Μεσοπροθέσμου του Υπουργείου Οικονομικών και άλλες Υπηρεσίες της Κεντρικής Διοίκησης. Η θεσμική μνήμη που υπάρχει στις Υπηρεσίες είναι απολύτως απαραίτητο να αξιοποιηθεί. Άλλωστε, εκείνες έχουν μια εμπεριστατωμένη καταγραφή των απόψεων των ελληνικών κυβερνήσεων και των δανειστών, όπως αυτές διαμορφωνόντουσαν με το πέρασμα του χρόνου και ύστερα από την ολοκλήρωση των γνωστών πλέον σε όλους μας αξιολογήσεων. Παράλληλα, ερευνητικά κέντρα όπως ο ΙΟΒΕ, ινστιτούτα, πανεπιστημιακοί φορείς κ.α. συνέβαλαν αυτά τα 5 χρόνια με μελέτες και προτάσεις. Η ελληνική πολιτεία έχει πλεον στα χέρια της επιστημονικά εργαλεία, έρευνες και ανθρώπινο δυναμικό που μπορεί άμεσα να συνδράμει στη διαμόρφωση των ελληνικών προτάσεων.
Εθνικός διάλογος
Τα προηγούμενα χρόνια, λόγω κυρίως του πολωτικού κλίματος και του λαϊκισμού στη δημόσια σφαίρα, έλειψε ο ανοικτός και ψύχραιμος διάλογος για τα σημαντικά θέματα που απασχολούν την ελληνική κοινωνία. Ζητήματα, όπως το ασφαλιστικό, η παιδεία, οι πολιτικοί θεσμοί κ.ά ευτελίστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν ως επίπλαστες διαχωριστικές “κόκκινες” γραμμές ενώ θα έπρεπε να είναι ζητήματα πάνω στα οποία διαμορφώνονται συναινετικές πολιτικές μακράς πνοής. Η κυβέρνηση μπορεί να ενεργοποιήσει άμεσα θεσμικές και άτυπες μόνιμες επιτροπές διαλόγου που είχαν διαμορφωθεί τα προηγούμενα χρόνια, στις οποίες θα συμμετέχουν η κυβέρνηση, τα κόμματα, θεσμικοί φορείς, τα πανεπιστήμια, η οργανωμένη κοινωνία των πολιτών κ.ά. Η βία των γεγονότων των τελευταίων μηνών μπορεί να οδηγήσει σε νέες συνθέσεις και σε ωρίμανση της δημόσιας σφαίρας μας.
Κι όταν αποκτήσουμε συμφωνία, πώς την υλοποιούμε;
Το επόμενο βήμα και ίσως καθοριστικότερο είναι η λειτουργία της κυβέρνησης και η υλοποίηση μιας συμφωνίας απαραίτητης για την επιβίωση και ανάπτυξη της χώρας. Ειδικά, τώρα, που μπορούν να διαμορφωθούν, έστω αναγκαστικά, συνθήκες διαλόγου, συνεργασίας και συνεννόησης, αυτές πρέπει να βρουν πρακτική εφαρμογή στη λειτουργία της κυβέρνησης, και χρήσιμο είναι να αξιοποιήσουμε την πείρα του πρόσφατου παρελθόντος. Ενδεικτικά, αναφέρω τα εξής:
1. Από τα “μνημονιακά” κείμενα των προηγούμενων ετών, την εμπειρία των διαπραγματεύσεων, από όσα έχουν δημοσιεύσει κατά καιρούς σε επίσημες εκθέσεις οι εταίροι και δανειστές μας, από τα κείμενα που προωθούνται προς ψήφιση τις επόμενες μέρες στη Βουλή αλλά και από το περίγραμμα του νέου προγράμματος, όπως αυτό ήδη διαμορφώνεται, υπάρχουν τρεις κατηγορίες Υπουργείων που σηκώνουν το βάρος της υλοποίησης μιας συμφωνίας:
α) Υπουργεία υψηλής έντασης: Είναι τα Υπουργεία που σηκώνουν το κυρίως βάρος διαρθρωτικών και δημοσιονομικών πολιτικών και είναι τα Υπουργεία Οικονομικών, Ανάπτυξης, Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και Διοικητικής Μεταρρύθμισης (χρησιμοποιώ παλαιούς τίλους για να είναι εύληπτοι). Στα τέσσερα αυτά Υπουργεία, με προεξάρχον το Οικονομικών, χρειάζονται ηγεσίες με τεχνοπολιτικά χαρακτηριστικά, αφοσιωμένες στην υλοποίηση και συνεχή επικαιροποίηση του προγράμματος με παρεμβάσεις προοδευτικές και ανταποκρινόμενες στην πραγματικότητα, όπου και όταν αυτό χρειάζεται. Η συνεργασία των 4 αυτών Υπουργείων είναι προϋπόθεση sine qua nonγια την επιτυχία των πολιτικών που θα συμφωνηθούν αλλά και των εθνικών πολιτικών που θα εκπονηθούν αφού η σύμπλεξη των πολιτικών και των στόχων είναι υψηλή. Επομένως, η όποια νέα σύνθεση της κυβέρνησης θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις ως άνω παραμέτρους.
β) Υπουργεία μέτριας έντασης: Όπως τα Υπουργεία Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Δικαιοσύνης, Υγείας, Παιδείας και Εσωτερικών, όπου και εκεί υπάρχουν και θα υπάρχουν συγκεκριμένες δεσμεύσεις και προκλήσεις αλλά προσφέρονται περισσότερο για αμιγώς πολιτικές επιλογές, μέσα όμως σε ένα συμπεφωνημένο πλαίσιο βασικών πολιτικών κατευθύνσεων. Και αυτά τα Υπουργεία συμπλέκονται ως προς αρκετούς στόχους με τα Υπουργεία υψηλής έντασης.
γ) Υπουργεία χαμηλής έντασης: Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται τα λοιπά Υπουργεία που χωρίς να μειώνεται η σημαντική τους αποστολή δεν έχουν την ίδια συνεισφορά/ευθύνη στην υλοποίηση του προγράμματος.
2. Κομβικό ρόλο στην υλοποίηση του κυβερνητικού έργου, που πλέον θα επικαθορίζεται από το νέο πρόγραμμα, έχουν δύο Γενικές Γραμματείες. Η Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης και η Γενική Γραμματεία Παρακολούθησης και Συντονισμού του Κυβερνητικού Έργου. Φυσικά, καθοριστικό ρόλο έχει και η Γενική Γραμματεία Πρωθυπουργού, η οποία όμως και λόγω της ιδιάζουσας μορφής της (ουσιαστικά αποτελεί το Γραφείο Πρωθυπουργού) δεν θα μας απασχολήσει στο παρόν άρθρο.
α) Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης (ΓΓΚ): Η εμπειρία των τελευταίων ετών καταδεικνύει την αναγκαιότητα ενίσχυσης της ΓΓΚ. Η ΓΓΚ οφείλει πλεον να: α) αναλάβει σε συνεργασία με το Υπουργείο Οικονομικών τον κεντρικό έλεγχο των νομοθετημάτων που έρχονται στη Βουλή και δη των εφαρμοστικών πολυνομοσχεδίων που έρχονται προς ψήφιση, β) να ελέγχει υπουργικές και βουλευτικές τροπολογίες που έρχονται στη Βουλή και πολλές φορές δεν τελούν σε γνώση των αρμοδίων ή συναρμοδίων Υπουργών και οδηγούν σε πελατειακές πρακτικές καθώς και τις προς δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης αποφάσεις, ιδίως εκείνες που έχουν αυξημένο δημοσιονομικό ενδιαφέρον γ) να έχει ενεργότερο ρόλο στην κατάρτιση των νομοθετημάτων που έρχονται προς επεξεργασία στην Κεντρική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή και να συστηματοποιήσει τις διαδικασίες προκειμένουν να μην υπάρχουν καθυστερήσεις αλλά και τα νομοθετήματα να υπακούουν στις αρχές της καλής νομοθέτησης δ) να δώσει βάρος στην Κωδικοποίηση της Νομοθεσίας και δη των εφαρμοστικών “μνημονιακών” νόμων της τελευταίας πενταετίας και όσων ψηφισθούν την επόμενη τριετία. Οι παρεμβάσεις που έχουν γίνει είναι μεγάλες σε πλήθος νόμων και η κωδικοποίηση αποτελεί προϋπόθεση καλύτερης λειτουργίας της διοίκησης, του νομοθέτη, στοιχείο της ποιότητας της δημοκρατίας μας, εχέγγυο διαφάνειας
Η ΓΓΚ πρέπει να είναι το νομικό αυστηρό χέρι του Πρωθυπουργού στη Βουλή και στα Υπουργεία
β) Γενική Γραμματεία Παρακολούθησης και Συντονισμού του Κυβερνητικού Έργου (ΓΓΣ).
Από τη σύστασή της η ΓΓΣ περιορίστηκε σε ένα διακοσμητικό ρόλο αφού οι αλλεπάληλες προσπάθειες δημιουργίας πολιτικών και τεχνικών συνθηκών παρακολούθησης και συντονισμού του κυβερνητικού έργου, έπεσαν στο κενό είτε λόγω ελλιπούς προετοιμασίας είτε λόγω απροθυμίας Υπουργών και άλλων υπηρεσιακών παραγόντων να ενισχύσουν τη διαδικασία αυτή. Το κυβερνητικό, όμως, έργο είναι πλέον τεράστιο και οι ευθύνες πολλές. Όσα κόμματα στηρίξουν την κυβέρνηση θα ήταν χρήσιμο να συμφωνήσουν στη στελέχωση της ΓΓΣ με ικανό προσωπικό, με ή χωρίς κομματικές αναφορές, που α) θα επισημαίνουν καθυστερήσεις και αβελτηρίες, β) θα προλαμβάνουν εμπλοκές και δυσάρεστες καταστάσεις, που λογικό είναι να εμφανιστούν σε συνεργατικά σχήματα γ) θα είναι σε άμεση συνεργασία με τον Γενικό Γραμματέα που θα τυγχάνει ευρείας αποδοχής. Η ΓΓΣ θα πρέπει να είναι η ελληνική Task Force που με ικανό προσωπικό θα μπορεί να συμβάλει στην καλύτερη λειτουργία της κυβέρνησης. Σημαντική είναι και η συνεργασία με το Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης. Θα απαιτηθεί πολύς χρόνος αλλά η αρχή πρέπει να γίνει.
3. Τέλος, όπως σημειώνεται και πιο πάνω, η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να δημιουργήσει σταθερούς διαύλους επικοινωνίας και συνεργασίας με το ΣΟΕ, τον ΙΟΒΕ, το ΚΕΠΠΕ, τα Πανεπιστήμια, το ΣΕΒ, το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ , άλλους φορείς, καθώς και με ερευνητικά ιντιστούτα του εξωτερικού που έχουν ασχοληθεί εκτενώς με την ελληνική υπόθεση, προκειμένου να μπορεί να έχει την απαραίτητη επιστημονική υποστήριξη στη διαμόρφωση των θέσεών της κατά την πορεία υλοποίησης του προγράμματος.
Η έρευνα και η επιστήμη μπορεί και πρέπει να είναι στην υπηρεσία της Διοίκησης, πολλώ δε μάλλον όταν από τις αποφάσεις που λαμβάνονται επηρεάζονται οι ζωές οι δικές μας και των επόμενων γενεών.
4. Στις κυβερνήσεις συνεργασίας που είχαμε από το Νοέμβριο του 2011 μέχρι και σήμερα διαμορφώθηκε μια κουλτούρα συνεργασίας που πολλές φορές, όμως, εξαντλείτο στην αναγκαιότητα ψήφισης συγκεκριμένων νόμων προκειμένου να εξασφαλίσει η χώρα την απαραίτητα χρηματοδότηση. Πολλές φορές, υπουργοί και αρχηγοί κομμάτων δεχόντουσαν τρομερές πιέσεις από βουλευτές για συγκεκριμένες νομοθετικές ρυθμίσεις, άλλες φορές προς βελτίωση αυτών και άλλες φορές προς εξυπηρέτηση πελατειακών συμφερόντων. Οι εύθραυστες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες οδηγούσαν πολλές φορές σε υποχωρήσεις. Αυτή τη στιγμή, φαίνεται ότι η Κυβέρνηση θα τύχει μιας ευρύτερης των 151 βουλευτών πλειοψηφίας. Το γεγονός αυτό πρέπει να αντιμετωπισθεί ως ευκαιρία για το πολιτικό σύστημα να δημιουργήσει νέες συνθήκες διαλόγου και συνεργασίας. Θεσμικές και άτυπες. Κρίσιμες, όμως, για την αλλαγή ατμόσφαιρας αλλά και την αποτελεσματική υλοποίηση κυβερνητικών πολιτικών. Η μηχανική της δημοκρατίας σε συνδυασμό με την ευρηματικότητα που πολλές φορές μας διακρίνει, μπορεί να δημιουργήσει μηχανισμούς συνεννόησης που θα λειτουργήσουν προς όφελος όλων μας. Οι πολιτικές απόψεις σίγουρα θα είναι διακριτές. Δεν ενδιαφέρει όμως η ομογενοποίηση. Ενδιαφέρει η αλλαγή ατμόσφαιρας, η ανάπτυξη κλίματος εμπιστοσύνης στους θεσμούς και κυρίως μεταξύ μας.
Ο Νίκος Θέμελης είχε κάποτε πει: “Μια κοινωνία και μια πολιτεία μπορούν να είναι επιτυχημένες όταν επικαιροποιούν το παρελθόν και δίνουν ιστορικό βάθος στο παρόν”.
Έχουμε τις δυνατότητες να το καταφέρουμε. Ας το κάνουμε.
Ο Θανάσης Κοντογεώργης είναι δικηγόρος, διετέλεσε νομικός σύμβουλος των Υπουργών Οικονομικών κ.κ. Στουρνάρα και Χαρδούβελη.