Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2016

Υπάρχει λύση στο αδιέξοδο;

άρθρο μου στο e-κύκλος

Στη χώρα επικρατεί μια γενική παράλυση. Η παράταση της αβεβαιότητας λόγω της μη ολοκλήρωσης της πρώτης αξιολόγησης του νέου Μνημονίου επιδεινώνει τους μακροοικονομικούς δείκτες, επιτείνει την ύφεση και λειτουργεί ανασχετικά σε κάθε προσπάθεια της ιδιωτικής οικονομίας για ανάταξη. Η πολιτική αστάθεια επανέρχεται λίγους μόλις μήνες μετά τις εθνικές εκλογές του Σεπτεμβρίου ενώ η εξέλιξη του προσφυγικού προβλήματος αναβιβάζει το επίπεδο των κοινωνικών, οικονομικών και γεωπολιτικών προκλήσεων για την Ελλάδα. Μια γενική αίσθηση ατομικών και συλλογικών αδιεξόδων διαμορφώνεται γύρω μας που υπονομεύει κάθε αναγεννητική προσπάθεια.
Υπάρχει διέξοδος από τη δυσχερή κατάσταση στην οποία έχουμε περιέλθει; Οι θιασώτες μιας αισιόδοξης προσέγγισης των πραγμάτων, ισχυρίζονται, ότι η αξιολόγηση, παρά τις δυσκολίες, θα ολοκληρωθεί, θα υπάρξει σταθερότητα στη χώρα, θα ξεκινήσει η συζήτηση για διευθέτηση του χρέους, ακολούθως θα ενταχθούμε στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, ενώ θα έχουμε και τα πρώτα σημάδια μιας -έστω αναιμικής- ανάκαμψης. Επιπροσθέτως, η πίεση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων από το προσφυγικό πρόβλημα θα δημιουργήσει προϋποθέσεις «πολιτικής διαπραγμάτευσης» με πιθανά οφέλη. Αντίθετα, άλλοι πιστεύουν ότι η κυβέρνηση έχει αδυναμία προσαρμογής στις απαιτήσεις του ενιαίου νομίσματος, δεν μπορεί να τηρήσει τα υπεσχημένα, πολλώ δε μάλλον λόγω και των προσδοκιών που καλλιέργησε σε πολλές κοινωνικές ομάδες, ενώ η απουσία διοικητικής/εκτελεστικής ικανότητας αλλά και σαφούς ευρωπαϊκού προσανατολισμού την καθιστούν ευάλωτη στο να υποκύψει και πάλι στις σειρήνες του «άλλου δρόμου», δηλαδή της καταστροφικής επιλογής για επιστροφή στο εθνικό νόμισμα. Σε όλα τα παραπάνω, πιστεύουν ότι, η αδυναμία διαχείρισης του προσφυγικού προβλήματος θα αποτελέσει τη θρυαλλίδα αρνητικών εξελίξεων για τη χώρα.
Εμείς έχουμε τη μοίρα στα χέρια μας. Κανένας άλλος δεν ενδιαφέρεται ούτε να μας βοηθήσει, ούτε να μας καταστρέψει.
Για να απαντήσουμε στο ερώτημα, αν μπορεί να αρθεί το αδιέξοδο θα πρέπει να κάνουμε μια γενική και κάποιες ειδικότερες παραδοχές.
Αν κάτι έχει αποδείξει η κρίση που βιώνουμε εδώ και έξι χρόνια είναι ότι εμείς έχουμε τη μοίρα στα χέρια μας. Κανένας άλλος δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα ούτε να μας βοηθήσει, ούτε να μας καταστρέψει. Όμως, ειδικά σε αυτή τη συγκυρία, που υπάρχει μια γενική απογοήτευση, η αυτοκριτική δεν πρέπει να αναιρεί την αυτοπεποίθηση για τις δυνατότητές μας. Άλλωστε, η χαμηλή αυτοεκτίμηση και η αλαζονεία είναι συμπτώματα ενός λαού χωρίς πυξίδα και αυτογνωσία. Επομένως, εάν θέλουμε να αλλάξουμε την κατάσταση, μπορούμε αλλά πλέον το βάρος εναποτίθεται κυρίως στην κυβέρνηση.
Οι ειδικότερες παραδοχές που θα καθορίσουν και την εξέλιξη των πραγμάτων έχουν να κάνουν κυρίως με την πείρα που έχουμε αντλήσει τα τελευταία έξι χρόνια. Τι μάθαμε όλη αυτή την περίοδο; Πρώτον, ότι σπάνια διδασκόμαστε από τα λάθη μας. Δεύτερον, ότι οι αξιολογήσεις ολοκληρώνονται τότε που έχουμε πραγματική ανάγκη για χρήματα. Τρίτον , ότι οι υποχωρήσεις των εταίρων μας γίνονται στον βαθμό εκείνο που αποκτούν βεβαιότητα ότι θα πραγματοποιήσουμε τις υποσχέσεις μας, ότι είμαστε αξιόπιστοι.
Για να μην βιώσουμε, λοιπόν, το δράμα του περασμένου καλοκαιριού και να αποφύγουμε εκ νέου οριακές καταστάσεις, θα πρέπει η κυβέρνηση με τις πράξεις της να διαψεύσει την πρώτη και δεύτερη και να επιβεβαιώσει την τρίτη παραδοχή.
Το πρώτο εξάμηνο του 2015 αποτέλεσε το σημείο καμπής της ελληνικής κρίσης.
Το πρώτο εξάμηνο του 2015 αποτέλεσε το σημείο καμπής της ελληνικής κρίσης. Ο,τι δουλειά έγινε τα προηγούμενα χρόνια για την υπερκέραση των προβλημάτων (δημοσιονομική προσαρμογή, αναστροφή τάσης του χρέους, πρωτογενή πλεονάσματα, χαλαρότερη σχέση με δανειστές ( ECCL) , επιστροφή στην ανάπτυξη, ισχυροποιημένο τραπεζικό σύστημα, επιστροφή στις αγορές, αξιοπιστία) αν δεν εξανεμίστηκε, σίγουρα μας έφερε πολύ πίσω σε σχέση με το σημείο στο οποίο βρισκόμασταν το φθινόπωρο του 2014. H κυβέρνηση οφείλει να αντλήσει μαθήματα από αυτή την οδυνηρή εμπειρία και να προχωρήσει στις απαραίτητες ενέργειες, λαμβάνοντας υπόψη τις ως άνω αναφερομένες παραδοχές.
Από το Μάιο και μετά, και μέχρι τον Σεπτέμβριο, η Ελλάδα έχει να αποπληρώσει λήξεις ομολόγων και δανείων ύψους περίπου 5 δις ενώ. Αυτά τα χρήματα δεν υπάρχουν. Επιπροσθέτως, και παρά τη στάση πληρωμών έναντι των προμηθευτών από μέρους του Ελληνικού Δημοσίου και τη συγκέντρωση των αποθεματικών των φορέων της γενικής κυβέρνησης, η πορεία των εσόδων και τα διαθέσιμα στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους επαρκούν, όπως αναφέρουν όσοι έχουν γνώση των δεδομένων, για πληρωμή μισθών και συντάξεων μέχρι και το Μάιο. Είναι σαφές, ότι δεν πρέπει να παίξουμε με τη φωτιά. Η παράταση της ολοκλήρωσης της αξιολόγησης πέραν του Μαρτίου αυξάνει δραματικά το συστημικό κίνδυνο για τη χώρα και οδηγεί σε έναν νέο αυτοεγκλωβισμό ανάλογο με αυτό του Ιουνίου, όπου η μη ολοκλήρωση του ελληνικού προγράμματος οδήγησε στην αδιέξοδη επιλογή του δημοψηφίσματος και όσα τραγικά ακολούθησαν.
Όσο δεν ολοκληρώνεται η αξιολόγηση τόσο περισσότερο θα δυσχεραίνει η κατάσταση στην πραγματική οικονομία και στους βασικούς δημοσιονομικούς δείκτες, εξέλιξη που θα δυσκολέψει ακόμα περισσότερο τη διαπραγματευτική ικανότητα της χώρας. Υπάρχουν κάποιοι που πιστεύουν, προφανώς, επειδή δεν διδάσκονται από την πείρα του- όχι και τόσο μακρινού-παρελθόντος, ότι η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης και η σύνδεσή της με άλλα ζητήματα, όπως πχ το προσφυγικό, αφήνει περιθώρια για πολιτική διαπραγμάτευση, την οποία κάποιοι εννοούν ως εκβιασμό έναντι των εταίρων, για να υποχωρήσουν ή να είναι πιο ελαστικοί στις θέσεις τους, αλλά και έναντι της αντιπολίτευσης για να αναγκαστεί να ψηφίσει τα μέτρα που απαιτούνται για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Αυτές οι απόψεις πρέπει να περιθωριοποιηθούν, όπου και αν υπάρχουν.
Να γίνει κατανοητό ότι οι εκβιασμοί τελείωσαν τον Ιούλιο του 2015.
Θα ήταν χρήσιμο, όμως, να γίνει κατανοητό ότι α) οι εκβιασμοί τελείωσαν τον Ιούλιο του 2015 και β) το πλήγμα στην αξιοπιστία της χώρας είναι τέτοιο που καμία ευρωπαϊκή κυβέρνηση, και δη η πιο ισχυρή, δεν πρόκειται να υποκύψει σε νέο εκβιασμό , ακόμα και αν αυτός συνδέεται με θέμα που την ταλανίζει ( προσφυγικό) όχι γιατί δεν τους ενδιαφέρει η επίλυση του προβλήματος αλλά , απλά, γιατί δεν έχουν εμπιστοσύνη σε όσα υποσχόμαστε, ότι μπορεί να κάνουμε. Αν δεν αποκατασταθεί, γρήγορα και άμεσα, ένα μέρος της εμπιστοσύνης που έχει απωλεσθεί, καμία «πολιτική διαπραγμάτευση» δεν μπορεί να πετύχει.
Για να γίνει αυτό, απαιτούνται συγκεκριμένα βήματα
-Εγκατάλειψη της αντιευρωπαϊκής ρητορικής. Δεν μπορούμε πλέον να πατάμε σε δύο βάρκες. Η ανάγκη διατήρησης ενός ακροατηρίου που θέλγεται από δήθεν εθνικά υπερήφανες ιδεοληψίες μόνο απομόνωση και περιθώριο μπορεί να σημαίνουν για τη χώρα. Αυτή η επαμφοτερίζουσα στάση, ο ανοίκειος δυϊσμός δεν μπορεί να συνεχιστεί. Είναι υποχρέωση της κυβέρνησης να προσαρμόσει το λόγο της και να αναδείξει τις θετικές πτυχές της ευρωπαϊκής συνεργασίας και βέβαια όσα πρέπει να αλλάξουν σε μια Ευρώπη, που έτσι κι αλλιώς αλλάζει.
-Ενίσχυση του «ευρωπαϊκού» κέντρου βάρους της κυβέρνησης. Στα 5 υπουργεία αιχμής, που σηκώνουν το βάρος υλοποίησης του προγράμματος για τους επόμενους μήνες ( Οικονομικών, Ανάπτυξης, Εργασίας, Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και Υγείας ) χρειάζονται ηγεσίες με τεχνοπολιτικάχαρακτηριστικά, αφοσιωμένες στην υλοποίηση και συνεχή επικαιροποίηση του προγράμματος με παρεμβάσεις προοδευτικές και ανταποκρινόμενες στην πραγματικότητα, όπου και όταν αυτό χρειάζεται. Η αδράνεια και η μοιρολατρική προσέγγιση της υπάρχουσας κατάστασης δεν βοηθάει στην ανατροπή της.
Εγκατάλειψη της αντιευρωπαϊκής ρητορικής, Ενίσχυση του «ευρωπαϊκού» κέντρου βάρους, Ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης.
-Ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης μέσα στον Μάρτιο. Η οικονομία δεν αντέχει άλλο, τα δημόσια ταμεία έχουν ανάγκη χρημάτων, οι τράπεζες χρειάζονται θετικές ειδήσεις και ένα σταθερότερο περιβάλλον, οι επενδυτές μια καλύτερη προσδοκία και όλοι μας μια κανονικότητα. Η κυβέρνηση γνωρίζει πλέον τις θέσεις των εταίρων μας. Η διαχείριση των προσδοκιών που καλλιέργησε προφανώς και επηρεάζει την εξέλιξη της ελληνικής υπόθεσης αλλά δεν μπορεί να αποτελεί βρόγχο για τη χώρα. Χρειάζεται να προχωρήσουμε σε όσα υπαγορεύουν το εθνικό συμφέρον και η λογική της -αναγκαστικής έστω- προσαρμογής. Εφόσον η κυβέρνηση επενδύει πολιτικά στο θέμα της διευθέτησης του χρέους, πρέπει να ενισχυθούν οι πολιτικές εκείνες που θα διευκολύνουν τη συζήτηση. Άλλωστε, αυτές έχουν περιγραφεί στις τεχνικές εκθέσεις του ΔΝΤ (Ιούλιος 2015) και ΕΕ (Σεπτέμβριος 2015). Δημοσιονομική προσαρμογή, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ασφαλιστική δαπάνη, αποκρατικοποιήσεις, ενίσχυση του τραπεζικού τομέα. Αυτοί οι παράγοντες επηρεάζουν την εξέλιξη του χρέους και τη συζήτηση που θα γίνει. Οι ίδιοι παράγοντες είναι που αποτελούν τα βασικά σημεία της τρέχουσας αξιολόγησης!
Εάν η κυβέρνηση προχωρήσει στις παραπάνω κινήσεις, τότε ίσως αποτελέσουν επαρκείς ενδείξεις προς το εξωτερικό της χώρας προκειμένου να υπάρξει μια στενότερη και ειλικρινέστερη συνεργασία. Θα ήταν, όμως και ικανή συνθήκη για την αντιπολίτευση να βοηθήσει με τον τρόπο της κάνοντας μια κίνηση καλής θέλησης. Πώς; Αφενός, καταθέτοντας το δικό της πλαίσιο προτάσεων και αναδεικνύοντας τις πολιτικές εκείνες που μας καθηλώνουν. Και αφετέρου, αποχωρώντας από τη Βουλή κατά τη ψήφιση, και όχι κατά τη συζήτηση, των σχετικών διατάξεων διευκολύνοντας έτσι την κυβέρνηση να περάσει το νομοσχέδιο από την Ολομέλεια, ακόμα και αν έχει απώλειες, και κυρίως εξασφαλίζοντας την υπόσταση της χώρας. Αλλά με τις ψήφους αποκλειστικά της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Γιατί, αυτή, πρέπει να είναι η διδακτική εμπειρία ωρίμασης για την συγκυβέρνηση με την ανάληψη της ευθύνης που της αναλογεί.
Αν γίνουν όλα αυτά, τότε μπορούμε να βλέπουμε το αδιέξοδο να υποχωρεί και να δημιουργούνται οι συνθήκες για νέες συνθέσεις ή πολιτικούς ανταγωνισμούς αλλά σε ένα σταθερότερο και ασφαλέστερο περιβάλλον.

Πολιτικές σε λάθος ερωτήματα

Πολιτικές σε λάθος ερωτήματα
άρθρο μου στην Καθημερινη 

Οταν οι ηγεσίες των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και των οργάνων της Ε.Ε. δεν ασχολούνται με το ζήτημα των προσφύγων, βρίσκουν χρόνο για να επεξεργαστούν ιδέες και προτάσεις, κυρίως θεσμικού χαρακτήρα, για την ενίσχυση της πολιτικής και οικονομικής διακυβέρνησης της Ε.Ε. Οι οικονομολόγοι της παρέας, όπως ο Μάριο Ντράγκι, ασχολούνται, όμως, κυρίως με τα ζητήματα της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα καθώς και ερευνητικά ινστιτούτα εργάζονται αυτή την περίοδο πάνω στη βασική κατεύθυνση που έδωσε πρόσφατα ο πρόεδρος της ΕΚΤ ως προς την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας, λέγοντας ότι η ευρωπαϊκή οικονομία (και οι εθνικές φυσικά) μπορεί να είναι ανταγωνιστική, όταν οι θεσμικές και οι μακροοικονομικές συνθήκες επιτρέπουν σε παραγωγικές επιχειρήσεις να ανθήσουν και μέσα από τη δική τους ανάπτυξη να ενισχύσουν την απασχόληση και τις επενδύσεις. Επομένως, το πλαίσιο που τίθεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο θέτει ως προαπαιτούμενο την ύπαρξη σταθερών και ισχυρών θεσμών καθώς και υγιών μακροοικονομικών δεικτών, προκειμένου να υποστηριχθούν πολιτικές απασχόλησης και ανάπτυξης μέσα από τη διαμόρφωση μιας ανταγωνιστικής οικονομίας.

Οι προτάσεις που αποτελούν προϊόν συζητήσεων και επεξεργασίας αφορούν παρεμβάσεις στη θεσμική και πολιτική λειτουργία της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης (Υπουργείο Οικονομικών, Κοινοβούλιο Ευρωζώνης, κ.ά.), διεύρυνση του πεδίου αρμοδιότητος ευρωπαϊκών μηχανισμών που γεννήθηκαν από την ανάγκη και την εμπειρία της κρίσης και ενίσχυσης των κοινών ενωσιακών πολιτικών. Ενδεικτικά αναφέρω ένα κρίσιμο ζήτημα και για τη χώρα μας, που αφορά την εξέλιξη των μισθών. Η συζήτηση σε πανευρωπαϊκό επίπεδο είναι έντονη για την αναγκαιότητα δημιουργίας και εθνικών οργανισμών που θα διασφαλίζουν ότι η εξέλιξη των μισθών θα είναι σύστοιχη με την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας. Με αυτό τον τρόπο μπορεί να εξασφαλισθεί μεγαλύτερη μισθολογική ομοιογένεια μεταξύ των χωρών-μελών, τουλάχιστον ως προς τη μεθοδολογία και τον τρόπο προσδιορισμού, μειώνοντας έτσι την πιθανότητα οδυνηρών προσαρμογών, όπως έγινε στην περίπτωση της Ελλάδας.

Το πνεύμα που επικρατεί στην Ε.Ε. και διαπερνά σχεδόν το σύνολο των σχετικών δημόσιων πολιτικών είναι απλό και κατανοητό. Τι οικονομία θέλουμε για την Ε.Ε. προκειμένου να υπηρετηθούν οι βασικές ιδρυτικές αρχές της Ενωσης και το κοινό όραμα; Αφού προσδιοριστούν τα βασικά χαρακτηριστικά της, τότε προσαρμόζονται οι επιμέρους πολιτικές για την ανάπτυξη, τις επενδύσεις, την ανταγωνιστικότητα, το ασφαλιστικό σύστημα σε αυτήν. Δημιουργούνται και εκσυγχρονίζονται θεσμικές δομές, ενώ παράλληλα καταβάλλεται προσπάθεια να εξασφαλιστεί κοινή δημοσιονομική ισορροπία για να μπορέσουν οι επιχειρήσεις να αναπτυχθούν σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον, δημιουργώντας μέρισμα απασχόλησης, ανάπτυξης και επένδυσης για το σύνολο της κοινωνίας.

Ολα τα παραπάνω, όμως, αποκαλύπτουν και ίσως αιτιολογούν τη μερική αποτυχία των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής στη χώρα από το ξέσπασμα της κρίσης. Στη χώρα μας η συζήτηση που γίνεται, φαίνεται, ότι είναι ανάστροφη: Συνήθως τα προβλήματα/ερωτήματα τίθενται ως εξής: «Πώς θα προσαρμόσουμε την οικονομία μας για να μπορέσουμε να ανταποκριθούμε στο ασφαλιστικό σύστημα που έχουμε ή θα έχουμε στο μέλλον και να πληρωθούν οι συντάξεις, δηλαδή πώς θα αφαιρέσουμε πόρους από την οικονομία για να υπηρετηθεί το ασφαλιστικό σύστημα;», παρά το «πώς θα μπορέσει ένα αναπτυξιακό ασφαλιστικό σύστημα να γεννήσει πόρους για την οικονομία;». Αντίστοιχη είναι και η συζήτηση για τους μισθούς και τις εργασιακές σχέσεις. Προσαρμόζουμε την οικονομία μας για να υπηρετηθούν ειδικότεροι στόχοι, αντί να προσαρμόσουμε αυτούς σε μια συνολικότερη πολιτική για την εθνική μας οικονομία στο πλαίσιο και των ευρωπαϊκών τάσεων και κατευθύνσεων, ενώ παράλληλα φαίνεται ότι κάποιοι προσπαθούν πολύ να υπονομεύσουν τη λειτουργία των θεσμών, τη μακροοικονομική εξυγίανση και να δημιουργήσουν ένα περιβάλλον λιγότερο ελκυστικό για τις επιχειρήσεις. Ολα αυτά, όμως, καμία σχέση δεν έχουν με την ευρωπαϊκή πραγματικότητα.

Το προοίμιο του δεύτερου μνημονίου (2012) ξεκινούσε με την ανάγκη ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας. Αντίστοιχα, το μεγαλύτερο μέρος της εισαγωγής του τρίτου μνημονίου (2015) και ολόκληρο το κεφάλαιο 4 αναφέρονται στις απαραίτητες για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της ανάπτυξης διαρθρωτικές πολιτικές. Οι προθέσεις είναι συνήθως καλές αλλά το πρόβλημα παραμένει. Η μηχανική της προσέγγισης και επίλυσης των πραγματικών προβλημάτων είναι αδύναμη και πολλές φορές αποδεικνύεται αναποτελεσματική. Προτάσεις υπάρχουν. Ας αρχίσουμε να σκεφτόμαστε διαφορετικά.

Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2016

Δομική αντιπολίτευση, τώρα

Δομική αντιπολίτευση, τώρα

άρθρο μου στο Liberal 

Βρισκόμαστε και πάλι ενώπιον πολιτικής αστάθειας. Η κυβέρνηση διακρίνεται από διοικητική και εκτελεστική ανεπάρκεια και παράλληλα αδυνατεί να διαχειριστεί  τις προσδοκίες που καλλιέργησε σε μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας, αφού το πρόγραμμα που έχει συμφωνήσει με τους εταίρους μας επιβάλλει περιορισμούς και απαραίτητες προσαρμογές.  Παράλληλα , το προσφυγικό πρόβλημα αναβιβάζει το επίπεδο των πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών και γεωπολιτικών προκλήσεων.
Σε αρκετούς πολιτικούς από τα κόμματα της μετριοπαθούς αντιπολίτευσης του «ευρωπαϊκού τόξου»  είναι δημοφιλής η θεωρία του φρούτου που ωριμάζει. Με άλλα λόγια , πιστεύουν ότι πρέπει να αφήσουν την κυβέρνηση να ψηφίσει μέτρα που θα προκαλέσουν σε εκείνη πολιτική φθορά και τα κόμματά τους θα λειτουργήσουν ως υποδοχείς της κοινωνικής δυσαρέσκειας χωρίς να χρειαστεί να έλθουν τα ίδια σε σύγκρουση με οργανωμένες ομάδες συμφερόντων ή να διατυπώσουν ένα προγραμματικό πλαίσιο δημόσιων πολιτικών που θα προτείνει λύσεις για τα προβλήματα που μας απασχολούν. Η παραπάνω προσέγγιση είναι κατά την άποψή μου εσφαλμένη και θα πρέπει να απορριφθεί για συγκεκριμένους λόγους.
Ο πρώτος και προφανής λόγος είναι παιδευτικός και ηθικοπολιτικός. Είναι πρόσφατα τα ιστορικά παραδείγματα που έχουμε. Αρκεί κανείς να κοιτάξει την τύχη των βραχύβιων κυβερνήσεων από το 2009 και μετά. Απατηλές υποσχέσεις, μαξιμαλιστικοί στόχοι και το άγχος της κατάληψης και παραμονής στην εξουσία οδήγησαν σε διάψευση προσδοκιών, λαϊκή δυσαρέσκεια, απώλεια εμπιστοσύνης,πολιτική και κοινωνική «κανονικοποίηση» της εξαίρεσης. Με αυτό τον τρόπο, όμως, ενισχύονται όσοι απορρίπτουν συλλήβδην την πολιτική και τους πολιτικούς, όσοι ενθαρρύνουν την ισοπέδωση, αφού επιδιώκουν τη διαίρεση. Βρίσκουν έδαφος και νέο περιεχόμενο για να ριζώσουν στην ελληνική κοινωνία νοοτροπίες και αντιλήψεις που μας κράτησαν καθηλωμένους για πολλά χρόνια και μας οδήγησαν στη συνολική κρίση που βιώνουμε.
Η πολιτική πρέπει να παράγει παράδειγμα . Η διαμόρφωση και υπεράσπιση ρεαλιστικών προτάσεων που θα αναγνωρίζουν τα λάθη του παρελθόντος και  θα απαντούν στα προβλήματα του σήμερα οδηγεί σε αλλαγή του τρέχοντος υποδείγματος. Χρειαζόμαστε πολιτικές που επικαιροποιούν το παρελθόν και αντλούν στοιχεία απ’αυτόκαι δίνουν ιστορικό βάθος στο παρόν.  Ο αντιπολιτευτικός λόγος οφείλει να είναι καίριος, ειλικρινής, ουσιαστικός και συνθετικός. Η  χώρα μας έχει υποφέρει από τον ανέξοδο λαϊκισμό. Για κάποιους είναι συνταγή εκλογικής επιτυχίας. Αποδείχθηκε, όμως, παράγοντας εθνικής αποτυχίας.
Αυτή η πρόσφατη εμπειρία, είναι που πρέπει να καθορίζει τα πολιτικά κριτήρια διαμόρφωσης του αντιπολιτευτικού λόγου. Πλέον, την τελευταία εξαετία, σχεδόν όλα τα κόμματα κλήθηκαν να προωθήσουν πολιτικές για τις οποίες ουδέποτε είχαν προετοιμάσει την κοινωνία. Αυτό το λάθος δεν μπορεί να επαναληφθεί. Η διακυβέρνηση του τελευταίου έτους , προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία στις υπεύθυνες πολιτικές δυνάμεις να διατυπώσουν μια διαφορετική  αντιπολιτευτική πρόταση. Ειδικά, τα κόμματα που συμμετείχαν στις κυβερνήσεις μέχρι και το 2014 έχουν και την εμπειρία και το σχετικό τεχνικό και επιστημονικό υλικό για να υποστηρίξουν προοδευτικές και συγκεκριμένες  πολιτικές.
 Αφετηρία μιας αντιπολιτευτικής πρότασης μπορεί να είναι τα θετικά πεπραγμένα αλλά και τα λάθη της περιόδου 2010-2014 στο πλαίσιο των προγραμμάτων προσαρμογής και η διαφορά με όσα γίνονται ή δεν γίνονται τον τελευταίο χρόνο. Η προεργασία αυτή οδηγεί στην ανάλυση του προβλήματος στη σημερινή συγκυρία και στην καλύτερη δυνατή πρόταση για την αντιμετώπισή του. Οι γενικόλογες προσεγγίσεις για την επιδείνωση των μακροοικονομικών δεικτών, τη διάλυση του τραπεζικού συστήματος, την επιβάρυνση του χρέους και πολλά άλλα, αν και αληθείς και σημαντικές, δεν έχουν απήχηση στον πολύ κόσμο που έχει δεχθεί καταιγισμό αναλύσεων, οικονομικών όρων και μεγεθών που δύσκολα καταλαβαίνει και ακόμα δυσκολότερα μπορεί να αναλύσει.
Ενδεικτικά αναφέρω δύο παραδείγματα που συνδέονται με το νέο πρόγραμμα (Μνημόνιο):
Ένα από τα συχνά σημεία συγκρούσεων με την τρόικα ήταν οι περίφημες «ρυθμίσεις» οφειλετών για χρέη τους έναντι της φορολογικής διοίκησης και των ασφαλιστικών ταμείων. Η τρόικα, και κυρίως το ΔΝΤ , πιστεύει, ότι η χωρίς κριτήρια (εισοδηματικά, περιουσιακά, φορολογικής συμπεριφοράς κοκ)  ρύθμιση δεν ενισχύει την κουλτούρα καταβολής και οδηγεί σε κακοδιαχείριση και περιορισμένη ικανότητα είσπραξης φόρων. Οι κυβερνήσεις και οι αντιπολιτεύσεις εκμεταλλευόντουσαν το θέμα αυτό για να ασκήσουν «φιλολαϊκή» μικροπολιτική, γεγονός που είχε , όμως, τα αντίθετα αποτελέσματα αφού είτε αναγκαζόντουσαν να πάρουν πίσω όσα είχαν μονομερώς νομοθετήσει είτε ευνοούνταν κυρίως στρατηγικοί κακοπληρωτές και μεγαλοοφειλέτες χωρίς να υπάρχει επιβράβευση των συνεπών φορολογούμενων. Αν διαβάσει κανείς το κεφάλαιο του νέου Μνημονίου που αφορά την φορολογική πολιτική θα διαπιστώσει ότι οι εταίροι μας δίνουν – και πάλι- ιδιαίτερο βάρος στο σημείο αυτό. Η σημερινή κυβέρνηση λειτούργησε-τουλάχιστον τους πρώτους μήνες-επιπόλαια στο θέμα αυτό αφού άλλα υποσχέθηκε , άλλα έκανε και από αυτά που έκανε-μάλιστα με Πράξεις Νομοθετικού Περιεχόμενου- πολλά χρειάστηκε να τα πάρει πίσω αφού τελικά αποδείχθηκε ότι ευνοούσαν συγκεκριμένους κακοπληρωτές και λιγότερο εκείνους που είχαν πραγματική ανάγκη. Η αντιπολίτευση μπορεί να επεξεργαστεί ένα ρεαλιστικό σχέδιο για την αναμόρφωση της φορολογικής διοίκησης και την ενίσχυση της κουλτούρας πληρωμών. Πλέον, η συνεργασία με τους εταίρους, η τεχνολογία και  η πείρα που έχει αποκτήσει η διοίκηση μας δίνουν τη δυνατότητα να διαπιστώσουμε ποιοι έχουν πραγματική ανάγκη, ποιοι πρέπει να τύχουν ευεργετικών ρυθμίσεων, πώς να ενθαρρύνουμε όσους είναι συνεπείς, πώς να ενισχύσουμε την παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας διαμορφώνοντας ένα πλαίσιο ρύθμισης οφειλών που διασφαλίζει διαθέσιμο εισόδημα για αξιοπρεπή διαβίωση αλλά και επενδύσεις για τις επιχειρήσεις . Και αυτό η αντιπολίτευση μπορεί να το κάνει σωστά και υπεύθυνα.
Στο σημείο 4.2 του νέου μνημονίου, αναφέρονται πολιτικές που δεσμεύεται η ελληνική κυβέρνηση να υιοθετήσει προκειμένου ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και να διευκολυνθεί το επενδυτικό περιβάλλον. Αν κάποιος διαβάσει αναλυτικά το συγκεκριμένο κεφάλαιο θα διαπιστώσει ότι πολλές από τις πολιτικές που περιλαμβάνονται σε αυτό αποτελούν επανάληψη παλαιότερων δεσμεύσεων που δεν έχουν υλοποιηθεί ή έχουν υλοποιηθεί μερικώς. Επαγγέλματα που δεν έχουν απελευθερωθεί ακόμα, σχεδιασμός επενδυτικών και φορολογικών κινήτρων, υιοθέτηση νέας εργαλειοθήκης ΟΑΣΑ, διευκόλυνση αδειοδοτήσεων. Η αντιπολίτευση οφείλει να αξιολογήσει τα μετρήσιμα αποτελέσματα των πολιτικών της και να επισημάνει τις δυσκολίες στην εφαρμογή και υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων αλλά και τις αστοχίες. Την αξιολόγηση ακολουθεί η ανάλυση της τρέχουσας κατάστασης, όσων γίνονται και κυρίως δεν γίνονται. Και μετά από αυτή την αξιολόγηση έπεται η αξιολόγηση των δεσμεύσεων του ελληνικού προγράμματος. Είναι αυτές επαρκείς; Θα φέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα; Ποιες πρέπει να έχουν προτεραιότητα ειδικά σε αυτή τη συγκυρία; Τι άλλο προτείνεται;
Με αυτό τον τρόπο διαμορφώνεται μια νέα πρόταση που περιλαμβάνει την αυτοκριτική , την κριτική και την ρεαλιστική πρόταση για τα προβλήματα του σήμερα προετοιμάζοντας καλύτερα το αύριο. Για να επέλθει πολιτική αλλαγή θα πρέπει το ρεύμα αποδοκιμασίας να αποκτήσει πυρήνα θετικής επιλογής. Δομική αντιπολίτευση, επομένως, γιατί είναι εθνικά συμφέρουσα και πολιτικά ωφέλιμη.

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

Μια νέα εθνική αυτοπεποίθηση

άρθρο μου στο amagi 

Έξι χρόνια τώρα ο ελληνικός λαός έχει δει τις προσδοκίες του να ματαιώνονται. Το εισόδημα μειώνεται, οι νέοι δεν έχουν δουλειά, και όσοι από αυτούς μπορούν μεταναστεύουν. Λίγοι πλέον αισθάνονται ότι μπορούν να κάνουν τα όνειρά τους πραγματικότητα. Η κρίση, όμως, αποκάλυψε και πτυχές της συλλογικής μας συνείδησης. Πλειοψηφικές ή μειοψηφικές, ίσως να μην έχει και τόσο σημασία. Σημασία έχει ότι τελικά υπάρχουν. Λαϊκισμός, διαίρεση, ιδιοτέλεια, απομονωτισμός, ισοπέδωση. Όσα λέγονται για εμάς, υπήρξαν περίοδοι που επιβεβαιώθηκαν. Χύναμε την καρδάρα με το γάλα. Πέθαινε η δική μας κατσίκα και θέλαμε να πεθάνει και του γείτονα. Τα όσα μεγαλοπρεπή και «εθνικά υπερήφανα» πιστεύαμε για τη χώρα μας αποδείχτηκαν μία φενάκη. Η κρίση ανέδειξε τις υστερήσεις και τις παθογένειες της κοινωνίας μας, τις αδυναμίες και τις σοβαρές ατέλειες της Πολιτείας μας. Όμως, ειδικά σε αυτή τη συγκυρία, που η κούραση και η απογοήτευση περισσεύουν, η αυτοκριτική δεν πρέπει να αναιρεί την αυτοπεποίθηση για τις δυνατότητές μας. Η χαμηλή αυτοεκτίμηση και η αλαζονεία είναι συμπτώματα ενός λαού χωρίς πυξίδα και αυτογνωσία. Χρειάζεται να αποφεύγονται και τα δύο.
Χρειαζόμαστε μια νέα εθνική αυτοπεποίθηση.             
Για να την κατακτήσουμε, θα πρέπει να κοιτάξουμε λίγο πίσω και να διδαχτούμε από τα λάθη του παρελθόντος αλλά και από τις καλές στιγμές. Η κρίση κατέδειξε ότι τίποτε δεν γίνεται με τον αυτόματο πιλότο, χωρίς σχέδιο και σοβαρότητα σε κάθε έκφανση των δημόσιων πολιτικών. Η πρόχειρη και μοιρολατρική αντιμετώπιση σοβαρών προβλημάτων και η διαχείρισή τους με πνεύμα προσωρινότητας αποδείχτηκαν καταστροφικές. Οφείλουμε συλλογικά να συνειδητοποιήσουμε, και γρήγορα, ότι οι πραγματικές επιτυχίες είναι στο χέρι μας και εξαρτώνται από την οργάνωση και τη σκληρή δουλειά. Εμείς έχουμε τη μοίρα στα χέρια μας. Κανένας άλλος δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα ούτε να μας βοηθήσει, ούτε να μας καταστρέψει. Η Ελλάδα δεν μπορεί να συνεχίσει να είναι στο περιθώριο των διεθνών εξελίξεων και να μη συμμετέχει ενεργά και παραγωγικά στα κέντρα λήψης αποφάσεων. Ο φόβος, η καχυποψία και η άμυνα δεν μπορούν να αποτελούν στρατηγική αντίληψη για μια χώρα σύγχρονη και παραγωγική. Μπορούμε, όμως, πολιτικοί και πολίτες, να συνδιαμορφώσουμε μια κοινή συνείδηση: ότι ο ελληνικός λαός έχει δυνατότητες να χτίσει μια κοινωνία δυνατοτήτων και ευκαιριών, ανοιχτή στις νέες προκλήσεις, έτοιμη να τις αντιμετωπίσει.
Υπάρχουν στοιχεία που να μας κάνουν να αισιοδοξούμε ότι μπορούμε να κατακτήσουμε μια τέτοια αυτοπεποίθηση; Αδιαμφισβήτητα, ναι. Παραθέτω ενδεικτικά δύο.
Στα έξι χρόνια των Μνημονίων, οι ελληνικές κυβερνήσεις και η δημόσια διοίκηση κλήθηκαν να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν πολιτικές στο πλαίσιο των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής. Κάποιες έμειναν ημιτελείς, άλλες υλοποιήθηκαν ατελώς ή και επιτυχώς. Σε υπηρεσιακό επίπεδο, οι περισσότεροι από όσους συμμετείχαν και εκπροσωπούσαν την ελληνική πλευρά δεν υστερούσαν σε τεχνοκρατική επάρκεια από στελέχη του ΔΝΤ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ακόμη περισσότερο, η επαφή των στελεχών της Διοίκησης (περιλαμβάνω σε αυτούς και ιδιώτες συνεργάτες των υπουργών και άλλων φορέων του δημοσίου) με το υψηλό επίπεδο τεχνοκρατικής προσέγγισης από την πλευρά των εταίρων μας οδήγησε σε μια σημαντική αναβάθμιση της ποιότητας των στελεχών μας και σε ένα τεχνοκρατικό απόθεμα εξαιρετικά χρήσιμο για την Ελλάδα. Οι όποιες αδυναμίες ή αποτυχίες οφείλονταν περισσότερο στις συστημικές παθογένειες της ελληνικής διοίκησης και στον ανοργάνωτο, πρόχειρο και καμιά φορά ράθυμο τρόπο με τον οποίο λειτουργεί, και λιγότερο στα στελέχη της, τουλάχιστον σε όσα είχαν τη διάθεση και τη δυνατότητα να συμβάλουν ενεργά και παραγωγικά σε μια εθνική προσπάθεια χωρίς αγκυλώσεις και μυωπικές αντιλήψεις. Τέτοια στελέχη υπάρχουν σήμερα και, παρόλο που η συνεισφορά τους πολλές φορές διακοπτόταν βιαίως λόγω της εναλλαγής κυβερνήσεων ή και των υπουργών της ίδιας κυβέρνησης, αποτελούν πλέον μια σημαντική δεξαμενή στελεχών της δημόσιας διοίκησης που μπορούν, εάν λειτουργήσουν σε ένα οργανωμένο, αξιοκρατικό και σταθερό περιβάλλον, να παραγάγουν πρόσθετη αξία για το κράτος και τη χώρα για να τη βοηθήσουν να ορθοποδήσει.
Η γενιά των σημερινών τριανταπεντάρηδων, που θεωρείται η δυναμική γενιά κάθε κοινωνίας, φαίνεται αυτή τη στιγμή ασύντακτη, αποπροσανατολισμένη και σκορπισμένη στις πέντε ηπείρους. Αρκετοί έφυγαν από τη χώρα αναζητώντας μια καλύτερη ζωή και προκειμένου τα προσόντα τους να αποκτήσουν αξία στην ιδιωτική οικονομία, ενώ όσοι έχουν μείνει στην Ελλάδα ασφυκτιούν από την πίεση που ασκούν οι συμπληγάδες της ανεργίας, της ύφεσης, της διάψευσης των προσδοκιών, των χαμένων ονείρων, του καθημερινού άγχους της βιοπάλης που γίνεται ακόμα μεγαλύτερο από την υποχρέωση κάλυψης φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων. Όμως, αντέχουν. Αντέχουμε. Και είναι μια γενιά που βλέπει καθαρά ότι άλλοι δρόμοι δεν υπάρχουν παρά μόνο αυτοί της συνεργασίας, της αλληλεγγύης, των έντιμων και ειλικρινών σχέσεων, της δουλειάς, της δυναμικής διεκδίκησης προς όφελος των πολλών και όχι κάθε οργανωμένης ομάδας. Είναι η γενιά που πλήττεται περισσότερο από κάθε άλλη, που τη λογαριάζουν λιγότερο αφού πληρώνει τώρα τα σπασμένα των προηγούμενων, αλλά που κινδυνεύει καθημερινά να μην πληρώνεται για τον κόπο της αλλά ούτε στο μέλλον για όσα ένσημα κολλάει σήμερα. Αλλά είναι η γενιά που προσπαθεί, καινοτομεί και ρισκάρει. Αναζητεί —αναγκαστικά ή μη— διεξόδους και νέους δρόμους. Παρακολουθεί τις διεθνείς εξελίξεις, αφού είχε το προνόμιο να έχει τον απαραίτητο κοσμοπολιτισμό, μιας και αρκετοί μπόρεσαν τα προηγούμενα χρόνια να σπουδάσουν στο εξωτερικό ή και να ταξιδέψουν, μια γενιά που επικοινωνεί με όλους εκείνους που τώρα βρίσκονται εκεί και δίνουν τη δική τους μάχη.
Αυτή η γενιά θα διαμορφώσει τις συνθήκες ώστε όλοι εκείνοι που έχουν φύγει να γυρίσουν πίσω σε μια χώρα που θα τους σέβεται. Σε μια χώρα όπου θα έχουν και θα τους δίνουν αξία. Σε μια χώρα με πραγματική αυτοπεποίθηση.