Δευτέρα 10 Μαΐου 2010

Πλεύση με νέο πλήρωμα

Πλεύση με νέο πλήρωμα.

* Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικο Μεταρρύθμιση, τεύχος Μαϊου


Η ζωή μας φαίνεται να αλλάζει. Η οικονομική κρίση θέτει πλέον ερωτήματα επιβίωσης για το σύνολο της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας . Κανείς δεν θα μείνει ανεπηρέαστος από την ένταση της κρίσης. Θα χρειαστεί να επαναπροσδιορίσουμε τις προτεραιότητες και τις ανάγκες μας. Ήδη, ζούμε με αγωνία το παρόν και κοιτάζουμε με απορία και απαισιοδοξία το μέλλον. Είναι μια ανθρώπινη, όμοια για τους περισσότερους αντίδραση, απόρροια των καταιγιστικών εξελίξεων που λίγοι ανέμεναν και λιγότεροι είχαν προειδοποιήσει για αυτές. Προτιμήσαμε, όμως, να μην ακούσουμε τις νηφάλιες φωνές και μένει τώρα να ελπίζουμε ότι οι ατομικές ευθύνες και τα συλλογικά λάθη του παρελθόντος δεν θα επαναληφθούν στο μέλλον.

Όλα φαίνεται να αλλάζουν. Το αύριο προδιαγράφεται απαιτητικό. Θα χρειαστεί συνέπεια, επιμονή και ακεραιότητα. Με αυτές τις αρετές πρέπει να οπλιστεί γρήγορα και η κυβέρνηση. Στις νέες συνθήκες πρώτη αυτή πρέπει να ανταποκριθεί και να προσαρμοσθεί. Η κινητικότητα και η εντατική δουλειά στην αντιμετώπιση της κρίσης είναι στοιχεία που πρέπει να διατηρήσει και για τη συνέχεια.. Η αξιολόγηση αυτής της προσπάθειας και των αποτελεσμάτων που παρήγε ανήκει στον ιστορικό του μέλλοντος, ο οποίος απερίσπαστος από την ένταση των γεγονότων και των εξελίξεων θα καταγράψει τα όσα έγιναν. Ο Πρωθυπουργός, όμως, οφείλει να προχωρήσει στη δική του αξιολόγηση και αφού προσδιορίσει και αναλύσει τη νέα πραγματική κατάσταση, να λάβει αποφάσεις για το πώς θα προχωρήσει, σε ποια κατεύθυνση και με ποιους. Η επιλογή των προσώπων που θα κληθούν να βοηθήσουν την χώρα να ανακτήσει τη χαμένη της εθνική αυτοπεποίθηση είναι κρίσιμη. Οι καιροί είναι αυτοί που επιβάλλουν και τα πρόσωπα.

Οι συνθήκες απαιτούν πείρα. Πρόσωπα του πολιτικού βίου της χώρας, τα οποία έχουν διαχειριστεί επιτυχώς τα δημόσια πράγματα και έχουν αποδεδειγμένη γνώση των οικονομικών και αναπτυξιακών αναγκών της χώρας, δεν μπορεί να μένουν στο περιθώριο. Έστω και αν κάποια, πολιτική ή επικοινωνιακή αναγκαιότητα έχει επιβάλει την περιθωριοποίησή τους, δεν βρίσκω μεγαλύτερη πολιτική αναγκαιότητα από τη διάσωση της χώρας. Δεν είναι σκοπός αυτού του άρθρου να επιμερίσει ευθύνες του παρελθόντος. Θεωρώ , όμως, ότι η πολιτική ηγεσία και έτι περισσότερο η κοινωνία έχει την ωριμότητα, τη νηφαλιότητα και τη μνήμη να ξεχωρίσει ποιοι πέτυχαν και ποιοι απέτυχαν. Ποιοι φρόντισαν για το κοινό μας μέλλον και ποιοι αδιαφόρησαν. Ποιοι είχαν το δημιουργικό άγχος να αλλάξει η πατρίδα μας και ποιοι την αγωνία για την προσωπική τους ευημερία. Και αν η μνήμη είναι ασθενής πάντα θα υπάρχουν πρόσωπα , γραπτά και αδιάσειστα στοιχεία να μας τα υπενθυμίζουν.

Οι συνθήκες απαιτούν προσωπικές υπερβάσεις. Η χωρίς δισταγμό αποδοχή και αναγνώριση λαθών στην επιλογή προσώπων και η άμεση αντικατάστασή τους προσθέτει κύρος, αξιοπιστία και μέρισμα αποδοχής στην κοινωνία. Η κοινοβουλευτική ομάδα του κυβερνώντος κόμματος έχει δοκιμασμένα στη δημόσια διοίκηση πρόσωπα, ικανά να εργαστούν αποτελεσματικά με εντατικούς ρυθμούς. Ο πρωθυπουργός τα γνωρίζει. Ας τα αξιοποιήσει. Διαχωριστικές λογικές του παρελθόντος δεν επιτρέπει η συγκυρία.

Οι συνθήκες απαιτούν συνέπεια , επιμονή και ακεραιότητα. Οι δεσμεύσεις, τις οποίες θα αναλάβουμε απέναντι στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είναι επιτακτική ανάγκη να τηρηθούν απαρεγκλίτως. Παλινωδίες και αναβλητικότητα στη λήψη αποφάσεων θα οδηγήσουν σε πλήρη αποτυχία την προσπάθεια. Το πολιτικό κόστος των οικονομικών μέτρων σίγουρα θα είναι μεγάλο. Το κόστος που θα καταβάλει η ελληνική κοινωνία είναι δυσβάστακτο και λυπηρό. Δεν θα συγκρίνεται, όμως, με το κόστος που θα κληθεί να καταβάλλει, αν αποτύχει η προσπάθεια. Εάν με την πρώτη αχτίδα φωτός , φέρουμε και πάλι από την «πίσω πόρτα» τις πελατειακές σχέσεις, υστερήσεις, παθογένειες και κατεστημένες νοοτροπίες που τελμάτωσαν τη χώρα, τότε η Ελλάδα δεν θα μπορέσει ποτέ να ανακάμψει. . Η ελπίδα και η αισιοδοξία θα επιστρέψουν όχι αν τις χρησιμοποιούμε ως έννοιες σε ρητορικά σχήματα, όπως δυστυχώς έγινε προεκλογικά, αλλά εάν δουλέψουμε συλλογικά σε αυτά που οφείλουμε να κάνουμε αδιαφορώντας για το πολιτικό κόστος. Σήμερα, έχουμε περισσότερο ανάγκη να ακούσουμε και να πιστέψουμε σε μια ρεαλιστική πολιτική πρόταση που θα διασφαλίσει το παρόν και το μέλλον της χώρας. Και για να την πιστέψουμε χρειάζεται να την πιστέψουν και εκείνοι που θα την σχεδιάσουν και θα την υλοποιήσουν.

Οι συνθήκες απαιτούν προσωπικότητες. Ακούγονται καθημερινά πρόσωπα εγνωσμένου κύρους και ευρείας αποδοχής, τα οποία θα μπορούσαν, εφόσον προσκαλούνταν προς τούτο, να συνδράμουν την προσπάθεια της κυβέρνησης. Είμαι σίγουρος, ότι αρκετοί εξ αυτών το σκέφτονται ή και θα το επιθυμούσαν. Η μόνη ίσως, αναστολή τους είναι η βιωσιμότητα της παρουσίας τους. Χρειάζεται να ξέρουν ότι εφόσον προσκληθούν θα μπορούν απερίσπαστοι από σκοπιμότητες και υστεροβουλίες και με την πολιτική κάλυψη του πρωθυπουργού και της ηγεσίας να κάνουν τη δουλειά τους και να φανούν χρήσιμοι στη χώρα. Χρειάζεται να πιστέψουν ότι δεν θα αποτελέσουν τα εξιλαστήρια θύματα μιας πολιτικής που μπορεί και να αποτύχει γιατί οι συνθήκες δεν είναι ομαλές. Χρειάζεται να δουν από την πλευρά του πρωθυπουργού πολιτικές επιλογές με τις οποίες θα πειστούν, ότι θα εξασφαλιστούν όλες οι απαραίτητες προϋποθέσεις για να δουλέψουν με επιτυχία.

Είναι καιρός να σχηματιστεί μια «συμμαχία προθύμων». Είναι ευθύνη του πρωθυπουργού να αναλάβει την πρωτοβουλία.

Ο Θανάσης Κοντογεώργης είναι δικηγόρος, υπ. Διδάκτωρ

http://thanasiskontogeorgis.blogspot.com/

Κυριακή 4 Απριλίου 2010

Για μια κοινή ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση.

Αναδημοσίευση από το περιοδικό Μεταρρύθμιση


Για μια κοινή ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση.

H οικονομική κρίση στην Ελλάδα κατέδειξε ότι οι υπάρχοντες μηχανισμοί συνεννόησης και συνεργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν επαρκούν. Η διαχείριση της κρίσης από την ΕΕ και τα πενιχρά αποτελέσματα της Συνόδου Κορυφής στις Βρυξέλλες, επιβεβαίωσαν όλους εκείνους που από καιρό επιχειρηματολογούσαν για την αναγκαιότητα αναβάθμισης του σκέλος της Οικονομικής Ένωσης στην ΟΝΕ, ουσιαστικά για μια οικονομική διακυβέρνηση. Πώς όμως μπορούμε να φτάσουμε σε μια πραγματική οικονομική διακυβέρνηση;. Οι αλλαγές που πρέπει να προωθηθούν είναι θεσμικές και οικονομικές. Στο παρόν άρθρο θα αναφερθώ κυρίως στις τελευταίες.

Η απόφαση της Συνόδου Κορυφής για τη δημιουργία μηχανισμού στήριξης της Ελλάδας αποτέλεσε μια πρώτη δειλή απόπειρα για το συντονισμό των χωρών μελών στην κατεύθυνση της αποφυγής κρίσεων. Η ένταξη του ΔΝΤ στο μηχανισμό αυτό αποτελεί αρνητική εξέλιξη και για την Ευρώπη και για τη χώρα μας, πολλώ δε μάλλον που η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα της Ευρωζώνης που θα αποτανθεί στο ΔΝΤ. Στην «ηθική αδιαφορία» της Ελλάδας που ειδικά τα τελευταία χρόνια δανείζεται αλόγιστα , οι εταίροι προέκριναν μια λύση που θα έχει κάποιες επιπτώσεις και στη χώρα μας και στο ευρώ.

Προκειμένου να προχωρήσει η οικονομική διακυβέρνηση, αλλαγές θα πρέπει να γίνουν σε τρεις άξονες: α) στην υιοθέτηση μιας νέας Ατζέντας Διαρθρωτικών Αλλαγών, β) στην Αλλαγή των προτεραιοτήτων του Κοινοτικού Προϋπολογισμού και γ) στη Μακροοικονομική διαχείριση.

Α. Ατζέντα Διαρθρωτικών Αλλαγών .


Η ΕΕ. προώθησε κυρίως από το 2000 και εντεύθεν μεταρρυθμιστικές πολιτικές στην αγορά εργασίας, τις δημόσιες επενδύσεις, τις κοινωνικές παροχές κοκ, με σκοπό να ενισχυθεί ο αναδιανεμητικός χαρακτήρας των κεντρικών επιλογών. Η στρατηγική της Λισαβόνας εντάχθηκε σε ένα γενικότερο πλαίσιο προοδευτικής πολιτικής. Και οι δύο αυτές, όμως, θεμελιώδεις πολιτικές επιλογές βάλτωσαν. H κοινωνική Ευρώπη παρέμεινε εν πολλοίς ένα ρητορικό κατασκεύασμα. Ο διάλογος πολώθηκε μεταξύ εκείνων που ερμήνευαν ο,τιδήποτε ‘’κοινωνικό΄΄ ως επιβολή βαρών στις επιχειρήσεις και εκείνων που επιχειρηματολογούσαν υπέρ μιας παραδοσιακής ατζέντας επικεντρωμένης στη ρύθμιση της αγοράς εργασίας. Καμία οικονομική διακυβέρνηση δεν μπορεί να προχωρήσει εάν δεν υπάρξει επανεκκίνηση των πολιτικών αυτών.

Πολλές αλλαγές κατά το παρελθόν προωθήθηκαν προκειμένου να κινητροδοτηθούν επιχειρηματίες να επενδύσουν στην Ευρώπη. Δεν υπήρξε , όμως, ανάλογο ενδιαφέρον για την αύξηση της συμμετοχής των εργαζομένων στη συνολική αποδοτικότητα της επιχείρησης. Θα μπορούσε επομένως, να επανεξετασθεί ο ρόλος των εργατικών συμβουλίων και η συνολικότερη εκπροσώπηση των εργαζομένων στις επιχειρήσεις. Παράλληλα, δεν θα πρέπει να αγνοούμε το γεγονός ότι σημαντικό μερίδιο στην αύξηση της παραγωγικότητας που γνώρισε η ΕΕ τουλάχιστον μέχρι και το ξέσπασμα της κρίσης, οφείλεται στη δευτερογενή αγορά εργασίας όπου το εργασιακό περιβάλλον ήταν αρκετά ευέλικτο και η προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων χαλαρή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι συνθήκες ευελιξφάλειας πρέπει να αποτελέσουν τον κανόνα. Χρειάζεται, όμως , να λάβουμε υπόψη μας ότι καθίσταται σήμερα ακόμα πιο προνομιακή η θέση όσων βρίσκονται στον εσωτερικό πυρήνα της αγοράς εργασίας ενώ η οικονομική κρίση θα γεννήσει μια κοινωνική κρίση που θα επιταθεί σημαντικά εάν δεν υπάρξουν πρόνοιες για τη μερική έστω απασχόληση ανέργων.

Ακόμα και σε περιόδους ύφεσης είναι δυνατόν να δημιουργηθούν θέσεις εργασίες σε διάφορους τομείς. Ενέργεια και περιβάλλον, υπηρεσίες εκπαίδευσης και υγείας, αστικές αναπλάσεις, έξυπνη οικονομία και διάδοση ευρυζωνικών δικτύων, είναι ενδεικτικά τομείς της οικονομίας που μπορούν να γεννήσουν νέες δεξιότητες και νέες δουλειές. Οι οικονομικοί αυτοί χώροι προσφέρονται και για περιφερειακές συνεργασίες στα πλαίσια της ΕΕ. Η κοινωνία της γνώσης, διακεκηρυγμένος στόχος της Στρατηγικής της Λισαβόνας, πρέπει να παραμείνει στόχος της ΕΕ, να δοθεί βάρος στην έρευνα, στην τεχνολογία και στην εκπαίδευση και να καλυφθεί η απόσταση που μας χωρίζει με τις ΗΠΑ.

Επιπροσθέτως, η ΕΕ οφείλει να αναδιατάξει τα Ταμεία της , ακόμα και ιδρύοντας νέα, προκειμένου α) να ενισχυθούν οι επενδύσεις ιδιωτικών και εθνικών πόρων στον τεχνολογικό και βιομηχανικό τομέα, β) να χρηματοδοτηθούν αναπτυξιακές πολιτικές σε χαμηλές εισοδηματικά περιοχές αυξάνοντας παράλληλα την παραγωγικότητα σε περιφερειακό επίπεδο και γ) να ενισχύσει εκείνους που υποφέρουν από τις συνέπειες των κοινωνικών αλλαγών.

Β. Κοινοτικός Προϋπολογισμός

Οι παραπάνω διαρθωτικές αλλαγές δεν μπορούν να προχωρήσουν αν δεν γίνει επαναδιαπραγμάτευση και επαναχάραξη των κεντρικών πολιτικών αξόνων του κοινοτικού προϋπολογισμού.

Πάνω από το 70% των πόρων κατευθύνονται στην ΚΑΠ και στα Διαρθρωτικά Ταμεία παρά την ανάδυση νέων προτεραιοτήτων, όπως η κλιματική αλλαγή και η αδήριτη πλέον ανάγκη να στηρίξουμε οικονομικές πολιτικές που εξαρτώνται όλο και λιγότερο από τον άνθρακα. Οι δαπάνες για έρευνα και τεχνολογία, η προστασία και ο έλεγχος των συνόρων της ΕΕ, η «πράσινη ανάπτυξη» και η αξιοποίηση των περιφερειακών συνεργασιών για αναδιανεμητικούς λόγους, είναι πολιτικές που πρέπει να χρηματοδοτηθούν από τον κοινοτικό προϋπολογισμό σε τέτοιο βαθμό που να υπηρετείται ο στόχος της βελτίωσης των συνθηκών ζωής των Ευρωπαίων πολιτών και η σύγκλιση μεταξύ των χωρών σε ένα αμοιβαίο καθεστώς αλληλεγγύης και συνευθύνης.

Πώς , όμως , σε περίοδο κρίσης η ΕΕ θα βρει τους αναγκαίους πόρους για να χρηματοδοτήσει αυτές τις πολιτικές, μέσω του κοινοτικού προϋπολογισμού;

Περίπου το 90% του προϋπολογισμού προέρχεται από εθνικούς πόρους. Τα κράτη μέλη, όμως, στην περίπτωση των συλλογικών αγαθών, όπως αυτά περιγράφηκαν πιο πάνω, προσπαθούν να ελαχιστοποιήσουν τη συνεισφορά τους. Είναι καιρός να εξετάσουμε κατά πόσο πλέον οι ευρωπαϊκές δαπάνες μπορούν να χρηματοδοτούνται από κοινούς ευρωπαϊκούς φόρους, κυρίως στις επιχειρήσεις, περιορίζοντας φαινόμενα φορολογικού ανταγωνισμού και βάζοντας, ίσως έτσι, τέλος σε φορολογικούς παραδείσους.

Η θέσπιση ενός ευρωπαϊκού φόρου πρέπει να συνοδεύεται απαραίτητα από μια δημοκρατική νομιμοποίηση, δηλαδή ύστερα από πρόταση της Επιτροπής να εγκρίνεται από κοινού από το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο. Παράλληλα, όμως , θα πρέπει να επανεξετασθεί το δικαίωμα αρνησικυρίας στην κατάρτιση του προϋπολογισμού.

Γ.Μακροοικονομικές πολιτικές

Η κρίση μας απέδειξε ότι χωρίς ενιαία μακροοικονομική διαχείριση είναι σχεδόν αδύνατη η προώθηση μιας οικονομικής διακυβέρνησης, ειδικά σε ένα ασύμμετρο σύστημα, όπως αυτό της ΕΕ, όπου η νομισματική πολιτική ασκείται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ενώ η μακροοικονομική, δημοσιονομική, η πολιτική εποπτείας και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας είναι στη δικαιοδοσία των κρατών-μελών. Αν το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης είχε εφαρμοστεί σωστά τα πραγματικά ελλείμματα θα είχαν φτάσει στο 0%. Η πρόκληση είναι να αυξηθεί η αγοραστική δύναμη κρατώντας χαμηλά τα επιτόκια

Η ΕΕ χρειάζεται μια ενιαία εποπτική αρχή που θα προστατεύει καταθέτες και συναλλασσόμενους και θα πρέπει να εξετάσει τη χρήση του ευρώ ως διεθνούς αποθεματικού νομίσματος, όπως είναι το δολάριο σήμερα.

Επίσης, η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να γίνει πιο συνεκτική στο σύνολο της και συνάμα πιο ευέλικτη για να αντιμετωπίζει ισχυρές αναταράξεις που επηρεάζουν κάποια χώρα. Οι αποφάσεις που λαμβάνονται πρέπει να δεσμεύουν όλες και οι όποιες παρεκκλίσεις να μην θέτουν σε κίνδυνο το οικοδόμημα του ευρώ. Είναι απαραίτητη η υιοθέτηση ενός νέου δεσμευτικού κειμένου.

Μια σύγχρονη και αποτελεσματική κοινή ευρωπαϊκή οικονομία δεν μπορεί να λειτουργήσει κανονικά χωρίς ένα αξιόπιστο και σταθερό νόμισμα. Η ανεξαρτησία της ΕΚΤ δεν πρέπει να αμφισβητηθεί. Η εισοδηματική πολιτική είναι σημαντικός πυλώνας της μακροοοικονομικής διαχείρισης. Και αν οι κοινές συλλογικές συμβάσεις εργασίας ( και οι διαπραγματεύσεις αυτών) φαντάζει μακρινός στόχος, ρεαλιστική είναι η προσέγγιση για κοινή συμφωνία επί αυξήσεων στα όρια του πληθωρισμού που να συγκλίνουν στο μέσο όρο.

Ακόμα πιο μακρινός μπορεί να φαίνεται σήμερα ο στόχος της υιοθέτησης ενός συνολικού αθροιστικού στόχου για το έλλειμμα στη ζώνη του ευρώ, που θα προϋπέθετε υποβολή προϋπολογισμών για κάθε δημόσια αρχή στην ΕΕ ( από δήμους και περιφέρεις μέχρι εθνικές κυβερνήσεις και τον ίδιο τον κοινοτικό προϋπολογισμό) καθώς και τη δημιουργία μεταφερόμενων δανειστικών αναλογικών μονάδων ( quota) για κάθε χώρα, πέραν των οποίων δεν θα μπορούσε να δανειστεί η χώρα εκτός αν της παραχωρούσε μέρος του μεριδίου της κάποια άλλη. Στην κατεύθυνση αυτή θα μπορούσε να εξεταστεί η έκδοση ευρωομολόγου, που συνεπάγεται προφανώς κεντρική από την ΕΕ διαχείριση χρέους των χωρών μελών.

Πιθανώς, οι παραπάνω σκέψεις να φαντάζουν, ειδικά σήμερα, μακρινές ή και ουτοπικές. Η οικονομική διακυβέρνηση, όμως πολύ δύσκολα θα μετουσιωθεί σε πράξη αν όσοι την οραματίζονται απλά παρακολουθήσουν τις εξελίξεις και τους εθνικιστικούς εγωισμούς που αναπτύσσονται και δεν σπείρουν το ευρωπαϊκό έδαφος με ιδέες, για τις οποίες προτίθενται να συζητήσουν και να παλέψουν.



O Θανάσης Κοντογεώργης είναι δικηγόρος, υπ. Διδάκτωρ.

Δευτέρα 1 Μαρτίου 2010

Για μια δίκαιη και αποδοτική Δημόσια Διοίκηση

Αναδημοσίευση από το περιοδικό Μεταρρύθμιση

Η οικονομική κρίση στη χώρα μας, η οποία επιτείνεται από τα εξαιρετικώς αρνητικά δημοσιονομικά δεδομένα, επανεκκινεί το δημόσιο διάλογο για τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις και διαρθρωτικές αλλαγές και επισπεύδει την ανάληψη αντίστοιχων πολιτικών πρωτοβουλιών.

Ο υπέρογκος και αναποτελεσματικός ελληνικός δημόσιος τομέας αντιμετωπίζεται -όχι άδικα- ως η πηγή πολλών εκ των δυσθεώρητων προβλημάτων που καλούμαστε να διαχειριστούμε. Σκοπός αυτού του άρθρου είναι να αναδείξει τα γενεσιουργά αίτια της σημερινής κατάστασης και να συμβάλλει με προτάσεις στο δημόσιο διάλογο που έχει αρχίσει για τη μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης.

Η προβληματική δημόσια διοίκηση στην Ελλάδα, παρουσιάζει εξαιρετικές ομοιότητες με την αντίστοιχη των χωρών της Νότιας Ευρώπης, ειδικά στο επίπεδο της εσωτερικής οργάνωσης, της πρόσληψης προσωπικού και του μάνατζμεντ. Το πελατειακό κράτος στην Ελλάδα διαιωνίζεται από μια κομματικοκρατική δημόσια διοίκηση, συχνά υπερφορτωμένη ενόψει των πραγματικών αναγκών, δυσκίνητη και ουσιαστικά αντιπαραγωγική. Θα μπορούσε να συμπληρώσει κανείς ότι η λογική της πλειοδοσίας του εκλογικού κύκλου στην Ελλάδα, διαπιστώνεται και στο πεδίο της δημόσιας διοίκησης, με νομιμοφανείς (και όχι απαραίτητα νόμιμες), περιστασιακές, πελατειακού χαρακτήρα προσλήψεις, που αποδυναμώνουν τόσο τα δημόσια οικονομικά, όσο και την αποδοτικότητα των κρατικών υπηρεσιών. Η λογοδοσία, η αποδοτικότητα, η διαφάνεια, η ποιότητα της υπηρεσίας, η έλλειψη συγκεντρωτισμού, αποτελούν για την πλειονότητα των οργανισμών δημόσιας διοίκησης κενό γράμμα. Ο ρουσφετολογικός ανταγωνισμός μετέτρεψε τη δημόσια διοίκηση σε γίγαντα, απορροφώντας εργατικό δυναμικό δυσανάλογο των αναγκών της.

Ο ρουσφετολογικός ανταγωνισμός μετέτρεψε τη δημόσια διοίκηση σε γίγαντα, απορροφώντας εργατικό δυναμικό δυσανάλογο των αναγκών της, δημιουργώντας συντεχνίες οι οποίες με τη σειρά τους, κατέστησαν δυσεφάρμοστες τις απόπειρες εκσυγχρονισμού και εξευρωπαϊσμού των υπηρεσιών της. Άλλη μια αρνητική πτυχή της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, αφορά στην προσοδοθηρική πρακτική συντεχνιών και οργανωμένων μειοψηφιών που νέμονται προνόμια και απολαβές, δυσανάλογα της ποιότητας και του επιπέδου υπηρεσιών που παρέχουν. Η τελευταία συνέπεια, εξηγεί το υψηλό επίπεδο απαξίωσης των δημόσιων υπηρεσιών στη συνείδηση των πολιτών. Μια ιδιαιτέρως σοβαρή συνέπεια της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, είναι η μεροληπτική διανεμητική της λειτουργία, και μάλιστα υπέρ των συμφερόντων συγκεκριμένων ομάδων. Για παράδειγμα, ο φερόμενος ως «κρατικοδίαιτος καπιταλισμός» μέσω των επιδοτήσεων και των φορολογικών διευκολύνσεων, ευνοεί τις επιχειρήσεις που διατηρούν στενούς δεσμούς με την κρατική χρηματοδότηση, ή τους ελεύθερους επαγγελματίες, τους αγρότες. Επίσης, αρκετές από αυτές έχουν δημιουργήσει συνθήκες αδιαφανούς διαχείρισης δημόσιου χρήματος. Έχοντας αυτονομηθεί από την κομματική χειραγώγηση, οι ομάδες αυτές λειτουργούν παρασιτικά, εις βάρος των μη-οργανωμένων πολιτών, καταναλωτών και φορολογουμένων. Η συνέπεια είναι αυτονόητη: η στρέβλωση της αγοράς και τα μονοπώλια, η ουσιαστική «ιδιωτικοποίηση» των κρατικών λειτουργιών που οδηγούν με ακρίβεια στο παράδοξο της υπονόμευσης των δημοσίων αγαθών από την ίδια τη δημόσια διοίκηση!

Η νέα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έχει ήδη λάβει σημαντικές αποφάσεις για την εξυγίανση του δημόσιου τομέα. Η επιλογή κρατικών στελεχών με τη διαδικασία της υποβολής βιογραφικών, η ανοιχτή διαβούλευση για τα προτεινόμενα νομοσχέδια, ο νέος νόμος για τις προσλήψεις, η προώθηση του σχεδίου « Καλλικράτης» για την αλλαγή του αυτοδιοικητικού χάρτη της χώρας και η συγκρότηση ειδικής επιτροπής για ένα νέο εκλογικό νόμο, αποτελούν κινήσεις προς τη σωστή κατεύθυνση.
chess-greece.jpg


Μια ουσιαστική και σε βάθος χρόνου διοικητική μεταρρύθμιση, η οποία θα ενσωματώνει τόσο μεθόδους και καλές πρακτικές του νέου δημοσίου μάνατζμεντ, όσο και την ανεξαρτησία διοικητικών αρχών αξιολόγησης του συστήματος, θα μπορούσε να εξετάσει και ζητήματα όπως:

 Εισαγωγή της δημόσιας αγοράς στον κρατικό τομέα (έλεγχος, αξιολόγηση, ανταγωνισμός, λογοδοσία) με ενίσχυση των νέων τεχνολογιών και της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης σε κάθε τομέα δημόσιας διοίκησης. Άμεσες κινήσεις για την εμπέδωση της διαφάνειας και τη μείωση του κόστους, μπορούν να γίνουν με τη δημιουργία ενός ηλεκτρονικού συστήματος κρατικών προμηθειών, την προώθηση ψηφιακής καρτέλας ασθενούς και την ηλεκτρονική συνταγογράφηση, μια ενιαία κάρτα πολίτη για τη συναλλαγή του με τις δημόσιες υπηρεσίες, κ.ο.κ.

 Αξιακή εμπέδωση της αξιοκρατίας, του δημόσιου συμφέροντος, της διαφάνειας, της αξιολόγησης, του ανταγωνισμού, της λογοδοσίας εντός των κομμάτων ειδικά, στην περίπτωση προώθησης ενός νέου εκλογικού νόμου στα πρότυπα του γερμανικού μοντέλου, με την παράλληλη επανεξέταση του θεσμικού πλαισίου της χρηματοδότησης των κομμάτων

 Κατοχύρωση ενός διακομματικού Κώδικα Διακυβέρνησης και Χρηστής Διοίκησης, προκειμένου και η συνέχεια του κράτους να διασφαλίζεται και ένα νέο ήθος δημόσιας διοίκησης να εμπεδώνεται.

 Δημιουργία Ανώτατης Αρχής Ελέγχου, Διαφάνειας και Αποδοτικότητας της Δημόσιας Διοίκησης, η οποία θα ελέγχει κάθε Υπουργείο και θα αξιολογεί την οικονομική διαχείριση, την αποδοτικότητα και την παραγωγικότητα των τομέων ευθύνης με όρους δημοσιότητας. Παράλληλα, μπορεί να εξεταστεί και η δημιουργία Ανεξάρτητης Αρχής για την Κατασκευή των Δημοσίων Έργων.

 Απελευθέρωση αγορών προϊόντων και επαγγελμάτων ώστε να καταργηθούν τα καρτέλ και τα μονοπώλια, η αυξημένη προσοδοθηρία εις βάρος των μη- οργανωμένων πολιτών.

 Στρατηγική και συγκεκριμένη εκχώρηση αρμοδιοτήτων στην Κοινωνία των Πολιτών, π.χ. σε τομείς κοινωνικής εργασίας, συνεπικουρούμενη από προαιρετική συμβουλευτική υπηρεσία του κάθε υπουργείου.

 Ενθάρρυνση και ενίσχυση ανεξάρτητων ερευνητικών ινστιτούτων καθώς και η δημιουργία μιας ανώτατης σχολής, κατά τα πρότυπα αυτής της Δημόσιας Διοίκησης, η οποία θα παράγει στελέχη για τη δημόσια διοίκηση που θα είναι επιφορτισμένα με την εκπόνηση δημόσιων πολιτικών.

 Θέσπιση ενισχυμένης πλειοψηφίας για την έγκριση επιβολής νέων έμμεσων φόρων και σύναψης δανείων για την κάλυψη τρεχουσών δαπανών.

 Σύσταση Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας με επιστήμονες διεθνούς κύρους και αναγνώρισης, που θα διαχειρίζεται ανεξάρτητα από κομματικές σκοπιμότητες το σύνολο της σχετικών κρατικών χρηματοδοτήσεων, και

 Ενιαιοποίηση των φορέων διερεύνησης των κρουσμάτων διαφθοράς στο δημόσιο υπό μία κεντρική αρχή, και προώθηση αυστηρού θεσμικού πλαισίου τιμωρίας για επίορκους δημοσίους υπαλλήλους.

*Ο Παναγιώτης Βλάχος είναι υπ. Δρ. Πολιτικών Επιστημών. Ο Θανάσης Κοντογεώργης είναι υπ. Δρ. Πολιτικών Επιστημών.