Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2015

Η προοδευτική εναλλακτική του ΝΑΙ

Άρθρο μου στην Καθημερινη

Από πολλές πλευρές διατυπώνεται το ερώτημα αν υπάρχει εναλλακτική πολιτική πρόταση στη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑNΕΛ, που να μπορεί να κινητοποιήσει και να εμπνεύσει τους συμπολίτες μας. Η απάντηση από τους περισσότερους είναι αρνητική, αφού η Ν.Δ. αντιμετωπίζει σωρεία προβλημάτων, το ΠΑΣΟΚ προσπαθεί αναζητώντας νέο βηματισμό και το ΠΟΤΑΜΙ δίνει αγώνα επιβίωσης. Η παραπάνω εκτίμηση, αν και λογικοφανής, παραγνωρίζει, ίσως, τον πυρήνα του προβλήματος. Εναλλακτική δεν φαίνεται να υπάρχει, γιατί ζούμε μια σαφέστατη υποχώρηση των προοδευτικών ιδεών στη χώρα, η οποία πρέπει να ανακοπεί. Η σχεδόν εξαετής εφαρμογή των Μνημονίων επέδρασε καθοριστικά στην οικονομία και την πολιτική και αποκάλυψε τις κοινωνικές και πολιτισμικές υστερήσεις. Γνωρίσαμε πρωτόγνωρη έξαρση του λαϊκισμού, ενίσχυση των άκρων και δομική αμφισβήτηση όσων αποτελούσαν την προμετωπίδα των μεταρρυθμιστικών δυνάμεων της χώρας που οδήγησαν στο παρελθόν τα πράγματα μπροστά: Ευρωπαϊκός εκσυγχρονισμός, ανοικτή κοινωνία, προοδευτική διακυβέρνηση.

Οσοι έχουν ασχοληθεί περισσότερο με τα κείμενα των μνημονίων -και του τελευταίου-, θα γνωρίζουν πολλές πολιτικές με εμφανές προοδευτικό πρόσημο που δεν είχαν, όμως, την τύχη που θα τους έπρεπε είτε γιατί υλοποιήθηκαν ατελώς είτε γιατί δαιμονοποιήθηκαν από την αντιπολίτευση και τα ΜΜΕ. Το πολιτικό σύστημα και η κοινωνία παρουσιάζουν μια αδυναμία και απροθυμία προσαρμογής σε αντιδημοφιλείς πολιτικές. Λίγοι, όμως, μπήκαν στον κόπο να εξηγήσουν την ουσία και αναγκαιότητα των μεταρρυθμίσεων και ακόμα λιγότεροι δούλεψαν εντατικά ώστε να προσαρμόσουν επιτυχώς στα ελληνικά δεδομένα προτάσεις που έρχονταν από τους εταίρους μας ή άλλους οργανισμούς, δημιουργώντας κατ’ αυτό τον τρόπο και τις απαραίτητες συναινέσεις. Η τάση αυτή πρέπει να αντιστραφεί. Πλέον, σχεδόν όλες οι πολιτικές δυνάμεις έχουν εφαρμόσει ή υπερασπιστεί πολιτικές των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής. Ανακαλύψαμε και διαπιστώσαμε ποιοι είναι οι ωφελημένοι της μεταπολίτευσης, ποιοι βυσσοδομούσαν σε βάρος των νεότερων γενιών, ποιοι δεν θέλουν τις αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις. Ξέρουμε ποιοι πρέπει να στηριχθούν, πού πρέπει να επενδύσουμε, τι να αλλάξουμε και τι να κρατήσουμε. Δυστυχώς, όμως, εμφιλοχωρούν οι κομματικές σκοπιμότητες που υπονομεύουν τη συλλογική αφύπνιση.

Υπάρχει πεδίο προοδευτικών πολιτικών υπό την πίεση των προγραμμάτων; Αναντίρρητα ναι. Στο ασφαλιστικό σύστημα, στην κατανομή των βαρών, στο κοινωνικό κράτος και στα δίκτυα κοινωνικής προστασίας, στην ενίσχυση των δημοσίων αγαθών, στην ανάπτυξη, στην έρευνα και την καινοτομία, στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, στην ποιότητα της δημοκρατίας μας, στο πολιτικό σύστημα και τη διακυβέρνηση, στη λειτουργία του κράτους. Καμιά ιδέα, όμως, δεν μπορεί να αναπτυχθεί και να μπολιάσει την κοινωνία μας, αν δεν υπάρξουν συνέργειες. Μεταξύ κάποιων κομμάτων μπορούν να βρεθούν δημόσιες πολιτικές με προοδευτικό χαρακτήρα και να προχωρήσουν σε κοινές πρωτοβουλίες εντός και εκτός Βουλής. Παράλληλα, μπορούν να αξιοποιηθούν οι ευκαιρίες που δίνει η τεχνολογία και να αναπτυχθούν διαδικτυακές πλατφόρμες οργανωμένου διαλόγου και έκφρασης αλλά και ενημέρωσης, με προοδευτικό προσανατολισμό. Χρειαζόμαστε ένα οργανωμένο ανεξάρτητο κέντρο προώθησης προοδευτικών ιδεών στη χώρα, τώρα που τα κόμματα είναι σε υποχώρηση.

Πού υπάρχουν προοδευτικές ιδέες; Οπου υπάρχουν προοδευτικοί άνθρωποι, εντός και εκτός κομμάτων, που μπορούν να αναλύσουν την εποχή τους, να έλθουν σε επαφή και επικοινωνία με τα σύγχρονα ιδεολογικοπολιτικά ρεύματα, να αφουγκραστούν τις ανάγκες και τις προτεραιότητες της κοινωνίας, να χαράξουν νέους δρόμους. Και αυτοί πρέπει να στηριχθούν, όπου και αν βρίσκονται.

Μπορεί κάποια πολιτική δύναμη αυτοτελώς να αναλύσει τα νέα δεδομένα και να διαθέτει την κρίσιμη ομάδα στελεχών και υποστηρικτών για να διατυπώσει και να διαδώσει μια ολοκληρωμένη πολιτική πρόταση για το παρόν και το μέλλον της χώρας μας; Κάτι τέτοιο ακόμα δεν έχει φανεί. Υπήρξε, όμως, μια κορυφαία στιγμή που οι πολίτες εκφράστηκαν προοδευτικά, με οργανωμένο και μαζικό τρόπο. Οχι απέναντι σε μια επιλογή διακυβέρνησης αλλά απέναντι σε μια επιλογή ταυτότητας και προσανατολισμού της χώρας, που καθορίζει όμως και τον τρόπο διακυβέρνησης. Εκείνοι που συνειδητά επέλεξαν το ΝΑΙ στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, επέλεξαν και το περιβάλλον στο οποίο η χώρα θα συνεχίσει ανεμπόδιστα να δημιουργεί, να προασπίζεται και να εξελίσσει προοδευτικές ιδέες. Είναι βέβαιο, ότι η άρθρωση πειστικού λόγου που θα συνοδεύεται από τεκμηριωμένες προτάσεις θα μετατρέψει -όχι ευκαιριακά- ουσιαστικά, κοινωνικά, πολιτικά και πολιτισμικά το ΟΧΙ σε ΝΑΙ. Το ΝΑΙ είναι ο νέος φορέας, ο νέος δρόμος προοδευτικής αλλαγής στον τόπο που διαπερνά όλο το πολιτικό σύστημα, κυβέρνηση και αντιπολίτευση. Ο δρόμος αυτός είναι δύσκολος. Απαιτεί προσπάθεια, χρόνο, κινητοποίηση και συνθέσεις. Αξίζει να τον περπατήσουμε.
*Ο κ. Θ. Κοντογεώργης είναι νομικός, απόφοιτος της Σχολής Δημόσιας Πολιτικής «Κένεντυ» του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ.  Την περίοδο 2010-2014 διετέλεσε νομικός σύμβουλος και σύμβουλος στρατηγικής της ελληνικής κυβέρνησης.

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015

Ελλάδα,Ευρώπη, Εκσυγχρονισμός.

παλαιότερο άρθρο μου στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ της 03.09.2012

Είναι διαδεδομένη η άποψη ότι η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία χρειάζεται απελπισμένα ιδεολογική ανανέωση. Το μήνυμα των σοσιαλιστών στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια υπονομεύθηκε. Θα περίμενε κανείς, παράλληλα,  ότι η κρίση του καπιταλισμού και του χρηματοπιστωτικού συστήματος θα εδραίωνε μια ηγεμονία αριστερών ιδεών και δυνάμεων. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν φαίνεται να συμβαίνει.
Σε μια άλλη όμως ανάγνωση της κρίσης, διαπιστώνουμε ότι η ατζέντα κάποιων ευρωπαίων σοσιαλιστών επιβεβαιώνεται. Δεν είναι άλλωστε οι δυνάμεις της ευρωπαϊκής Κεντροαριστεράς εκείνες που διαχρονικά επισημαίνουν ότι χωρίς σημαντικά βήματα στην οικονομική και πολιτική ένωση, η ΕΕ  θα καταστεί απλός θεατής των παγκόσμιων εξελίξεων; Οτι μια νομισματική ενοποίηση με αυστηρούς κανόνες για την προστασία του κοινού νομίσματος αλλά με ανύπαρκτη θέσμιση υπονομεύει συνολικά το ευρωπαϊκό εγχείρημα; Οτι είναι απαραίτητος ο περιορισμός της εθνικής ανεξαρτησίας και ένα κοινό πλαίσιο πολιτικής για τη σταθερότητα του νομίσματος και τις προοπτικές ανάπτυξης της ΕΕ; Οι επιβάλλεται να γεφυρωθεί το χάσμα ανταγωνισμού μεταξύ Βορρά και Νότου; 
Η κρίση, τελικά, είναι για την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία ευκαιρία. 
Ευκαιρία για να ανασύρει και να αναδείξει τον στόχο για σταθερή ανάπτυξη, για προώθηση επενδύσεων ακόμα και σε περίοδο ύφεσης, για περιορισμό και εποπτεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, για ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας με την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την ενίσχυση έρευνας και εκπαίδευσης, για υποστήριξη όσων υποφέρουν από τα βάρη της κρίσης και για διεύρυνση των χρηματοδοτικών εργαλείων της ΕΕ.
Ευκαιρία για να οργανώσει και να υλοποιήσει ένα σχέδιο για την επόμενη δεκαετία με πολιτικούς και οικονομικούς στόχους για την ΕΕ, σε μια περίοδο που πολλά φαίνεται να αλλάζουν.
Ο χώρος της ελληνικής Κεντροαριστεράς και του εκσυγχρονισμού μπορεί και πρέπει να παρακολουθεί τις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Δεν αρκεί μόνο η οικονομική σωτηρία της χώρας – αν και προαπαιτούμενο – για να παραμείνει η Ελλάδα στον πυρήνα της ΕΕ. Η ώσμωση ιδεών και η συμμετοχή στη διαμόρφωση των σύγχρονων δημόσιων πολιτικών δίνουν πίστη στη δύναμη των ιδεών και στο όραμα για μια δίκαιη κοινωνία σε μια περίοδο κατά την οποία οι ανισότητες υπονομεύουν την αλληλεγγύη και τη δημοκρατική ιδιότητα του πολίτη. 
Ας μην ξεχνάμε όμως ότι οι μεταρρυθμίσεις και οι μεγάλες αλλαγές απαιτούν κοινωνικές συμμαχίες και ηγέτες. Σήμερα φαίνεται ότι οι προϋποθέσεις αυτές δεν υπάρχουν. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε νέες συλλογικότητες, με τη συμμετοχή και του ΠΑΣΟΚ, που θα μας οδηγήσουν μέσα από μια διαδικασία ειλικρινούς διαλόγου και αυτοκριτικής σε μια νέα κοινωνική και πολιτική οργάνωση. Από τη διαδικασία αυτή η γενιά μας δεν μπορεί να απέχει. 

Ο Θανάσης Κοντογεώργης είναι δικηγόρος, αντιπρόεδρος του Ομίλου Προβληματισμού για τον Εκσυγχρονισμό της Κοινωνίας (ΟΠΕΚ)

Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2015

Οδηγός αισιοδοξίας για το 2016

άρθρο μου στο amagi 

Το 2015 μάς αποχαιρετά με μια γλυκόπικρη γεύση. Φτάσαμε στο χείλος του γκρεμού, απειλήθηκαν για πρώτη φορά τόσο έντονα η ευρωπαϊκή ταυτότητα και πορεία της χώρας, αλλά τελικά είμαστε ακόμα όρθιοι, μολονότι αρκετά αναξιόπιστοι πλέον σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Οι οιωνοί για την επόμενη χρονιά δεν είναι θετικοί. Το πολιτικό προσωπικό της χώρας δεν μπορεί να εμπνεύσει εμπιστοσύνη στους πολίτες, δεν μπορεί να πείσει ότι θα βρει ρεαλιστικούς δρόμους σύνθεσης και δημιουργίας. Τα όσα συνέβησαν στην οικονομία μας τους τελευταίους 12 μήνες θα αποτυπωθούν έντονα στους μακροοικονομικούς δείκτες αλλά και στην πραγματική οικονομία το πρώτο εξάμηνο του νέου έτους. Η προσφυγική κρίση, τα τρομοκρατικά χτυπήματα στην Ευρώπη και η συνεχιζόμενη ένταση στην περιοχή αυξάνουν τους κινδύνους για την Ελλάδα, ενώ οι εθνικές εκλογές σε Γερμανία και Γαλλία το 2017 συρρικνώνουν τα περιθώρια μεγαλόθυμων κινήσεων στήριξης στη χώρα μας, μιας και στις δύο ευρωπαϊκές ηγέτιδες δυνάμεις υπάρχουν πολίτες και πολιτικοί που δεν ενστερνίζονται πια τις προσδοκίες μας αλλά ούτε τη μη «αναστρεψιμότητα» του ευρώ.
Σ’ αυτό το περιβάλλον, λίγα πράγματα μπορούν να μας κάνουν να αισιοδοξούμε. Υπάρχουν, όμως.
Η —έστω αναγκαστική— συζήτηση της κυβέρνησης με τους πιστωτές και η εφαρμογή του προγράμματος φέρνουν στη δημόσια σφαίρα μία αναγκαία ορθολογική προσαρμογή, αφού, παρά τις παραφωνίες και τις αντιφάσεις, όλο και περισσότεροι θα αναγκάζονται να υπερασπίζονται πολιτικές που εντάσσονται στο πλαίσιο όσων έχουν εφαρμοστεί στη χώρα τα τελευταία χρόνια. Αυτή η εξέλιξη μπορεί να δημιουργήσει περιθώρια συνεργασίας και συνεννόησης και πιθανώς να αμβλύνει κοινωνικές αντιδράσεις που σίγουρα θα είναι ισχυρές, λόγω της έντασης της ύφεσης που θα ακολουθήσει τα νέα μέτρα. Κανείς δεν τρέφει αυταπάτες ότι το τέρας του λαϊκισμού και του ανορθολογισμού που γιγαντώθηκε τα προηγούμενα χρόνια στη χώρα θα εξαφανιστεί εν μιά νυκτί. Όμως μπορούν να δημιουργηθούν νησίδες ορθολογισμού, όπου ένας σύγχρονος, προοδευτικός λόγους, συνοδευόμενος από ρεαλιστικές προτάσεις, θα μπορέσει να βρει μικρό αλλά σίγουρα ζωτικό χώρο για να αναπτυχθεί.
Στον τομέα της οικονομίας, το πλήγμα από τα γεγονότα του καλοκαιριού θα είναι ισχυρό και θα το ζήσουμε έντονα αυτή τη χρονιά. Υπάρχουν, όμως, στοιχεία που μπορούν να μετριάσουν την ένταση της ύφεσης. Η διαφαινόμενη μερική λύση στο θέμα των «κόκκινων» επιχειρηματικών δανείων μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη ρευστότητα για τις τράπεζες, αναδιοργανώσεις σε ζωτικούς κλάδους της οικονομίας και σημαντικές συγχωνεύσεις και αναδιαρθρώσεις. Παράλληλα, η επιμονή του τρίτου Μνημονίου σε διαρθρωτικές αλλαγές που μπορούν (α΄) να ενισχύσουν την απελευθέρωση τομέων της οικονομίας, (β΄) να βελτιώσουν το επενδυτικό περιβάλλον έστω και σε επίπεδο θεσμικό, νομοθετικό και κανονιστικό, αφού λείπει η εμπιστοσύνη διεθνών επενδυτών στην ελληνική οικονομία, και φαίνεται ότι θα αργήσει ακόμη αρκετά, και (γ΄) να επιταχύνουν τις απαραίτητες για την οικονομίας μας ιδιωτικοποιήσεις — όλα αυτά είναι πιθανό να λειτουργήσουν θετικά για το σύνολο της οικονομίας, με την προϋπόθεση βέβαια της πολιτικής σταθερότητας.
Ένας άλλος κρίσιμος τομέας είναι αυτός της κοινωνικής προστασίας. Το 2016 η ένταση της κρίσης θα πλήξει ακόμα και εκείνους που μπόρεσαν με νύχια και με δόντια να κρατηθούν τα προηγούμενα χρόνια, και αυτό θα είναι μια δυσάρεστη εξέλιξη. Στο απαισιόδοξο αυτό περιβάλλον, η Τρόικα έχει συμβάλλει —και αυτό οφείλουμε να το αναγνωρίσουμε, παρά τις μεγάλες αστοχίες των προγραμμάτων— στον εξορθολογισμό του συστήματος κοινωνικής προστασίας και στην ενίσχυση των δικτύων προστασίας. Ήδη βελτιώνεται ο σχεδιασμός του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας, έτσι ώστε να υπάρχει ένα γνήσιο δίχτυ κοινωνικής ασφάλειας, το οποίο θα διοχετεύει στοχοθετημένα τους πενιχρούς πόρους σε όσους τους έχουν περισσότερο ανάγκη. Εντός του 2016, υπάρχει η δέσμευση της ελληνικής πλευράς —και οι εταίροι μας φαίνεται ότι δίνουν ιδιαίτερο βάρος σε αυτό— να επωφεληθεί από τη διαθέσιμη τεχνική βοήθεια που παρέχεται από διεθνείς οργανισμούς σχετικά με μέτρα για την παροχή πρόσβασης στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για όλους (συμπεριλαμβανομένων των ανασφάλιστων), καθώς και να δημιουργήσει ένα βασικό δίχτυ κοινωνικής ασφάλειας με τη μορφή Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος (ΕΕΕ), το οποίο θα έχει βαθμιαία εθνική εφαρμογή από τον Απρίλιο του 2016.
Μπορούν όλα τα παραπάνω να μας κάνουν να βλέπουμε πιο αισιόδοξα το 2016; Από μόνα τους, σίγουρα όχι. Και τα σημάδια δεν είναι καλά. Δεν ξέρω, όμως, αν έχουμε και άλλη επιλογή από το να παραμένουμε αισιόδοξοι — και να προσπαθούμε για το καλύτερο.

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2015

Άγιε μου Βασίλη, φέρε γρήγορα μια καλή αξιολόγηση.

άρθρο μου στο protagon 

Αν κάτι μας έχει διδάξει η πείρα από τα σχεδόν 6 χρόνια των Μνημονίων, είναι ότι κάθε αξιολόγηση του προγράμματος ολοκληρώνεται, όταν επαπειλείται πραγματικός κίνδυνος εξάντλησης των διαθεσίμων του ελληνικού Δημοσίου. Τότε, υπό την πίεση της αδυναμίας καταβολής μισθών και συντάξεων (οι υποχρεώσεις έναντι προμηθευτών τώρα έχουν σταματήσει να αποπληρώνονται), γίνεται μια κάποιου τύπου διαπραγμάτευση, άλλες φορές αποτελεσματική και άλλες φορές λιγότερο αποτελεσματική. Σίγουρα, όμως, η ελληνική πλευρά είναι πάντοτε πίσω από τους στόχους που έχουν αμοιβαίως συμφωνηθεί. Συνήθως, γίνεται προσπάθεια να έχει υλοποιηθεί περίπου το 70% των δράσεων, το οποίο  θεωρείται ικανό ποσοστό, ανάλογα βέβαια και με τη βαρύτητα αυτών, προκειμένου η ελληνική πλευρά να μπορεί με αξιώσεις να πετύχει συμφωνία με τους πιστωτές, να συνταχθεί η σχετική έκθεση αξιολόγησης, να υποβληθεί στο Euroworking group και να εγκριθεί η όποια δόση/υποδόση.

Την περίοδο βέβαια 2013-2014 η παραπάνω τάση σε έναν βαθμό ανεστράφη, αφού παρά τις έντονες πολιτικές δυσκολίες, η εκταμίευση των δόσεων, παρά το ότι οι συζητήσεις κρατούσαν επί μακρόν, είχε αποκτήσει μια κάποια «κανονικότητα». Η αδυναμία/απροθυμία ολοκλήρωσης της τελευταίας για το 2014 αξιολόγησης αποτέλεσε την απαρχή αρνητικών εξελίξεων στο πεδίο της οικονομίας, που κορυφώθηκαν βέβαια το καλοκαίρι που μας πέρασε και δύσκολα θα ξεχάσουμε. Ετσι και τώρα, και παρά τις ισχυρές πιέσεις και τις αρχικές εκτιμήσεις, ότι θα είχαμε μια εμπροσθοβαρή υλοποίηση του προγράμματος, τίποτα δεν μας εγγυάται ότι αυτό θα γίνει και ότι η αξιολόγηση θα ολοκληρωθεί το πρώτο δίμηνο του 2016. Το Ασφαλιστικό, η φορολόγηση των αγροτών, το ταμείο ιδιωτικοποιήσεων και πολλά άλλα πολιτικά ευαίσθητα αλλά κρίσιμα για την οικονομία και την κοινωνία θέματα, φαίνεται ότι θα μας απασχολήσουν ολόκληρο το επόμενο εξάμηνο.
Η παραπάνω εκτίμηση ενισχύεται από τον προϋπολογισμό που ψηφίστηκε. Διαβάζοντας κανείς τον προϋπολογισμό του κράτους για το 2016,  συνάγει το συμπέρασμα ότι ακόμα και αν όλα πάνε καλά από πλευράς εσόδων, η χώρα θα χρειαστεί σημαντικά ποσά για αποπληρωμή  δανειακών υποχρεώσεων/λήξεις ομολόγων κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Οι ενέργειες που έγιναν από την ελληνική πλευρά για τη συγκέντρωση των διαθεσίμων των φορέων του Δημοσίου και κυρίως η στάση πληρωμών που σε ένα μεγάλο βαθμό έχει κηρύξει το ελληνικό Δημόσιο, δημιουργεί πιθανόν αισιοδοξία σε αρκετούς ότι ακόμα και αν δεν κλείσει για πολιτικούς λόγους η αξιολόγηση τους πρώτους μήνες του 2016, αυτή η εξέλιξη δεν θα επηρεάσει δραματικά τα ταμειακά διαθέσιμα της χώρας. Το μεγάλο πρόβλημα, όμως, ξεκινάει μετά τον Μάιο, και αυτό αν στο ενδιάμεσο δεν έχει προκύψει κάποια μείζονα κρίση που μπορεί να επηρεάσει ακόμα περισσότερο την εκτέλεση του προϋπολογισμού.

Η παραπάνω κατάσταση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο λόγω της στάσης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου αλλά και των μη εξελίξεων στο θέμα της διευθέτησης του ελληνικού χρέους. Οι ενστάσεις για τον ρόλο του ΔΝΤ στη χώρα -και όχι μόνο- είναι εύλογες, ειδικά για τον δογματισμό που το διακρίνει σε επιμέρους πολιτικές/μεταρρυθμίσεις. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι το ΔΝΤ αποτελούσε -και πιθανόν αποτελεί ακόμα- το «εισιτήριο» της Ελλάδας για την έξοδο στις αγορές. Ας μην ξεχνάμε ότι το 2014, με δύο εκδόσεις πενταετών ομολόγων (Απρίλιος 2014) και τριετών (Ιούλιο 2014), η Ελλάδα μπόρεσε να αντλήσει αρκετά δισ. Των εκδόσεων αυτών είχαν προηγηθεί οι σχετικές εκθέσεις της Τρόικας και οι εξαμηνιαίες του ΔΝΤ που επεφύλασσαν ευοίωνες προοπτικές για τη δυνατότητα της χώρας να αντλήσει στο άμεσο μέλλον χρήματα από τις αγορές. Μάλιστα, για όσους έχουν εικόνα εκείνης της περιόδου, οι αγοραστές των ελληνικών ομολόγων ήταν επενδυτές που επεδίωκαν μακροχρόνιες τοποθετήσεις στη χώρα και όχι ευκαιριακοί που επεδίωκαν το γρήγορο κέρδος.

Η Ελλάδα έχασε την ευκαιρία, λόγω της πολιτικής αναταραχής που ξεκίνησε τον Δεκέμβρη του 2014, να εξασφαλίσει από το ΔΝΤ πιστωτική γραμμή με ενισχυμένους όρους (ECCL) ενώ η μη έγκαιρη αποπληρωμή δόσεων τον Ιούλιο του 2015 και η δυσαρέσκεια πολλών χωρών-μελών του ΔΝΤ που εφαρμόζουν προγράμματα του ΔΝΤ και διαμαρτύρονται για «προνομιακή» μεταχείριση της χώρας μας, δυσχεραίνει την κατάσταση. Η χώρα θα έχει μεγάλες δυσκολίες να εξασφαλίσει νέα χρηματοδότηση από το ΔΝΤ αλλά και αν αυτή εξασφαλισθεί, οι όροι φαντάζει δύσκολο να είναι ευνοϊκοί.

Το ΔΝΤ έχει ως διακεκηρυγμένη θέση του τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους προκειμένου να συμμετάσχει στο νέο ελληνικό πρόγραμμα. Μάλιστα, η επώδυνη αλλαγή του Ασφαλιστικού εντάσσεται στο πλαίσιο αυτό. Δύσκολα, το ΔΝΤ θα συμμετάσχει με νέους πόρους (που ουσιαστικά θα προέρχονται απ' όσα δισ. ευρώ δεν είχαν δοθεί από το δεύτερο πρόγραμμα), αν δεν υπάρξει υλοποίηση των δεσμεύσεων του τρίτου προγράμματος που από κοινού έχει συντάξει με Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης, σύμφωνα και με τον κανονισμό του ΕΜΣ, αλλά και αν δεν γίνει συζήτηση για τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους.

Η συζήτηση, όμως, αυτή είναι δύσκολη. Και γίνεται ακόμα δυσκολότερη από την επιμονή αρκετών να θέτουν μαξιμαλιστικούς στόχους περί διαγραφής μέρους αυτού. Βέβαια, οι εταίροι μας, δια του ΕΣΜ, επεξεργάζονται ήδη σενάρια μιας κάποιας επιμήκυνσης που θα δώσει ανάσα αλλά δεν θα λύσει το πρόβλημα. Το κόστος εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους, όπως επεσήμανε και ο πρόεδρός του ΕΜΣ Κλάους Ρέγκλινγκ, είναι αρκετά μικρό μέχρι και το 2022, οπότε έχουμε λήξεις μεγάλων ομολόγων και μόνο μια γενναία περίοδος χάριτος και για μετά το 2022 θα λειτουργούσε θετικά.  Επιπροσθέτως, αρκετές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις φαίνονται απρόθυμες να συμφωνήσουν σε μια σημαντική ελάφρυνση του χρέους, αν δεν μπορούν να εξασφαλίσουν τη συνεχή παρακολούθηση και απρόσκοπτη εφαρμογή του προγράμματος και παραπέμπουν τις σχετικές συζητήσεις για μετά τη λήξη του τρίτου προγράμματος και σίγουρα πιο κοντά στο 2022 και όχι στο 2016. Ολα βέβαια τα παραπάνω προϋποθέτουν την έγκαιρη και επιτυχή ολοκλήρωση της αξιολόγησης και την απρόσκοπτη εφαρμογή του προγράμματος με τις απαραίτητες προσαρμογές.

Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε ότι το 2017 είναι χρονιά εθνικών εκλογών σε Γερμανία και Γαλλία, γεγονός που περιορίζει τα περιθώρια μεγαλόθυμων κινήσεων στήριξης, ας προετοιμαστούμε για ένα δύσκολο 2016, με την ευχή και την ελπίδα ότι κυβέρνηση και πολιτικές δυνάμεις θα φροντίσουν για το καλό της χώρας και οι πολίτες θα πιέζουν προς την κατεύθυνση αυτή.
*Ο Θανάσης Κοντογεώργης είναι δικηγόρος, απόφοιτος της Σχολής Δημόσιας Πολιτικής «Κένεντυ» του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ.