άρθρο μου στο
e-κύκλος
Στη χώρα επικρατεί μια γενική παράλυση. Η παράταση της αβεβαιότητας λόγω της μη ολοκλήρωσης της πρώτης αξιολόγησης του νέου Μνημονίου επιδεινώνει τους μακροοικονομικούς δείκτες, επιτείνει την ύφεση και λειτουργεί ανασχετικά σε κάθε προσπάθεια της ιδιωτικής οικονομίας για ανάταξη. Η πολιτική αστάθεια επανέρχεται λίγους μόλις μήνες μετά τις εθνικές εκλογές του Σεπτεμβρίου ενώ η εξέλιξη του προσφυγικού προβλήματος αναβιβάζει το επίπεδο των κοινωνικών, οικονομικών και γεωπολιτικών προκλήσεων για την Ελλάδα. Μια γενική αίσθηση ατομικών και συλλογικών αδιεξόδων διαμορφώνεται γύρω μας που υπονομεύει κάθε αναγεννητική προσπάθεια.
Υπάρχει διέξοδος από τη δυσχερή κατάσταση στην οποία έχουμε περιέλθει; Οι θιασώτες μιας αισιόδοξης προσέγγισης των πραγμάτων, ισχυρίζονται, ότι η αξιολόγηση, παρά τις δυσκολίες, θα ολοκληρωθεί, θα υπάρξει σταθερότητα στη χώρα, θα ξεκινήσει η συζήτηση για διευθέτηση του χρέους, ακολούθως θα ενταχθούμε στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, ενώ θα έχουμε και τα πρώτα σημάδια μιας -έστω αναιμικής- ανάκαμψης. Επιπροσθέτως, η πίεση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων από το προσφυγικό πρόβλημα θα δημιουργήσει προϋποθέσεις «πολιτικής διαπραγμάτευσης» με πιθανά οφέλη. Αντίθετα, άλλοι πιστεύουν ότι η κυβέρνηση έχει αδυναμία προσαρμογής στις απαιτήσεις του ενιαίου νομίσματος, δεν μπορεί να τηρήσει τα υπεσχημένα, πολλώ δε μάλλον λόγω και των προσδοκιών που καλλιέργησε σε πολλές κοινωνικές ομάδες, ενώ η απουσία διοικητικής/εκτελεστικής ικανότητας αλλά και σαφούς ευρωπαϊκού προσανατολισμού την καθιστούν ευάλωτη στο να υποκύψει και πάλι στις σειρήνες του «άλλου δρόμου», δηλαδή της καταστροφικής επιλογής για επιστροφή στο εθνικό νόμισμα. Σε όλα τα παραπάνω, πιστεύουν ότι, η αδυναμία διαχείρισης του προσφυγικού προβλήματος θα αποτελέσει τη θρυαλλίδα αρνητικών εξελίξεων για τη χώρα.
Εμείς έχουμε τη μοίρα στα χέρια μας. Κανένας άλλος δεν ενδιαφέρεται ούτε να μας βοηθήσει, ούτε να μας καταστρέψει.
Για να απαντήσουμε στο ερώτημα, αν μπορεί να αρθεί το αδιέξοδο θα πρέπει να κάνουμε μια γενική και κάποιες ειδικότερες παραδοχές.
Αν κάτι έχει αποδείξει η κρίση που βιώνουμε εδώ και έξι χρόνια είναι ότι εμείς έχουμε τη μοίρα στα χέρια μας. Κανένας άλλος δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα ούτε να μας βοηθήσει, ούτε να μας καταστρέψει. Όμως, ειδικά σε αυτή τη συγκυρία, που υπάρχει μια γενική απογοήτευση, η αυτοκριτική δεν πρέπει να αναιρεί την αυτοπεποίθηση για τις δυνατότητές μας. Άλλωστε, η χαμηλή αυτοεκτίμηση και η αλαζονεία είναι συμπτώματα ενός λαού χωρίς πυξίδα και αυτογνωσία. Επομένως, εάν θέλουμε να αλλάξουμε την κατάσταση, μπορούμε αλλά πλέον το βάρος εναποτίθεται κυρίως στην κυβέρνηση.
Οι ειδικότερες παραδοχές που θα καθορίσουν και την εξέλιξη των πραγμάτων έχουν να κάνουν κυρίως με την πείρα που έχουμε αντλήσει τα τελευταία έξι χρόνια. Τι μάθαμε όλη αυτή την περίοδο; Πρώτον, ότι σπάνια διδασκόμαστε από τα λάθη μας. Δεύτερον, ότι οι αξιολογήσεις ολοκληρώνονται τότε που έχουμε πραγματική ανάγκη για χρήματα. Τρίτον , ότι οι υποχωρήσεις των εταίρων μας γίνονται στον βαθμό εκείνο που αποκτούν βεβαιότητα ότι θα πραγματοποιήσουμε τις υποσχέσεις μας, ότι είμαστε αξιόπιστοι.
Για να μην βιώσουμε, λοιπόν, το δράμα του περασμένου καλοκαιριού και να αποφύγουμε εκ νέου οριακές καταστάσεις, θα πρέπει η κυβέρνηση με τις πράξεις της να διαψεύσει την πρώτη και δεύτερη και να επιβεβαιώσει την τρίτη παραδοχή.
Το πρώτο εξάμηνο του 2015 αποτέλεσε το σημείο καμπής της ελληνικής κρίσης.
Το πρώτο εξάμηνο του 2015 αποτέλεσε το σημείο καμπής της ελληνικής κρίσης. Ο,τι δουλειά έγινε τα προηγούμενα χρόνια για την υπερκέραση των προβλημάτων (δημοσιονομική προσαρμογή, αναστροφή τάσης του χρέους, πρωτογενή πλεονάσματα, χαλαρότερη σχέση με δανειστές ( ECCL) , επιστροφή στην ανάπτυξη, ισχυροποιημένο τραπεζικό σύστημα, επιστροφή στις αγορές, αξιοπιστία) αν δεν εξανεμίστηκε, σίγουρα μας έφερε πολύ πίσω σε σχέση με το σημείο στο οποίο βρισκόμασταν το φθινόπωρο του 2014. H κυβέρνηση οφείλει να αντλήσει μαθήματα από αυτή την οδυνηρή εμπειρία και να προχωρήσει στις απαραίτητες ενέργειες, λαμβάνοντας υπόψη τις ως άνω αναφερομένες παραδοχές.
Από το Μάιο και μετά, και μέχρι τον Σεπτέμβριο, η Ελλάδα έχει να αποπληρώσει λήξεις ομολόγων και δανείων ύψους περίπου 5 δις ενώ. Αυτά τα χρήματα δεν υπάρχουν. Επιπροσθέτως, και παρά τη στάση πληρωμών έναντι των προμηθευτών από μέρους του Ελληνικού Δημοσίου και τη συγκέντρωση των αποθεματικών των φορέων της γενικής κυβέρνησης, η πορεία των εσόδων και τα διαθέσιμα στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους επαρκούν, όπως αναφέρουν όσοι έχουν γνώση των δεδομένων, για πληρωμή μισθών και συντάξεων μέχρι και το Μάιο. Είναι σαφές, ότι δεν πρέπει να παίξουμε με τη φωτιά. Η παράταση της ολοκλήρωσης της αξιολόγησης πέραν του Μαρτίου αυξάνει δραματικά το συστημικό κίνδυνο για τη χώρα και οδηγεί σε έναν νέο αυτοεγκλωβισμό ανάλογο με αυτό του Ιουνίου, όπου η μη ολοκλήρωση του ελληνικού προγράμματος οδήγησε στην αδιέξοδη επιλογή του δημοψηφίσματος και όσα τραγικά ακολούθησαν.
Όσο δεν ολοκληρώνεται η αξιολόγηση τόσο περισσότερο θα δυσχεραίνει η κατάσταση στην πραγματική οικονομία και στους βασικούς δημοσιονομικούς δείκτες, εξέλιξη που θα δυσκολέψει ακόμα περισσότερο τη διαπραγματευτική ικανότητα της χώρας. Υπάρχουν κάποιοι που πιστεύουν, προφανώς, επειδή δεν διδάσκονται από την πείρα του- όχι και τόσο μακρινού-παρελθόντος, ότι η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης και η σύνδεσή της με άλλα ζητήματα, όπως πχ το προσφυγικό, αφήνει περιθώρια για πολιτική διαπραγμάτευση, την οποία κάποιοι εννοούν ως εκβιασμό έναντι των εταίρων, για να υποχωρήσουν ή να είναι πιο ελαστικοί στις θέσεις τους, αλλά και έναντι της αντιπολίτευσης για να αναγκαστεί να ψηφίσει τα μέτρα που απαιτούνται για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Αυτές οι απόψεις πρέπει να περιθωριοποιηθούν, όπου και αν υπάρχουν.
Να γίνει κατανοητό ότι οι εκβιασμοί τελείωσαν τον Ιούλιο του 2015.
Θα ήταν χρήσιμο, όμως, να γίνει κατανοητό ότι α) οι εκβιασμοί τελείωσαν τον Ιούλιο του 2015 και β) το πλήγμα στην αξιοπιστία της χώρας είναι τέτοιο που καμία ευρωπαϊκή κυβέρνηση, και δη η πιο ισχυρή, δεν πρόκειται να υποκύψει σε νέο εκβιασμό , ακόμα και αν αυτός συνδέεται με θέμα που την ταλανίζει ( προσφυγικό) όχι γιατί δεν τους ενδιαφέρει η επίλυση του προβλήματος αλλά , απλά, γιατί δεν έχουν εμπιστοσύνη σε όσα υποσχόμαστε, ότι μπορεί να κάνουμε. Αν δεν αποκατασταθεί, γρήγορα και άμεσα, ένα μέρος της εμπιστοσύνης που έχει απωλεσθεί, καμία «πολιτική διαπραγμάτευση» δεν μπορεί να πετύχει.
Για να γίνει αυτό, απαιτούνται συγκεκριμένα βήματα
-Εγκατάλειψη της αντιευρωπαϊκής ρητορικής. Δεν μπορούμε πλέον να πατάμε σε δύο βάρκες. Η ανάγκη διατήρησης ενός ακροατηρίου που θέλγεται από δήθεν εθνικά υπερήφανες ιδεοληψίες μόνο απομόνωση και περιθώριο μπορεί να σημαίνουν για τη χώρα. Αυτή η επαμφοτερίζουσα στάση, ο ανοίκειος δυϊσμός δεν μπορεί να συνεχιστεί. Είναι υποχρέωση της κυβέρνησης να προσαρμόσει το λόγο της και να αναδείξει τις θετικές πτυχές της ευρωπαϊκής συνεργασίας και βέβαια όσα πρέπει να αλλάξουν σε μια Ευρώπη, που έτσι κι αλλιώς αλλάζει.
-Ενίσχυση του «ευρωπαϊκού» κέντρου βάρους της κυβέρνησης. Στα 5 υπουργεία αιχμής, που σηκώνουν το βάρος υλοποίησης του προγράμματος για τους επόμενους μήνες ( Οικονομικών, Ανάπτυξης, Εργασίας, Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και Υγείας ) χρειάζονται ηγεσίες με τεχνοπολιτικάχαρακτηριστικά, αφοσιωμένες στην υλοποίηση και συνεχή επικαιροποίηση του προγράμματος με παρεμβάσεις προοδευτικές και ανταποκρινόμενες στην πραγματικότητα, όπου και όταν αυτό χρειάζεται. Η αδράνεια και η μοιρολατρική προσέγγιση της υπάρχουσας κατάστασης δεν βοηθάει στην ανατροπή της.
Εγκατάλειψη της αντιευρωπαϊκής ρητορικής, Ενίσχυση του «ευρωπαϊκού» κέντρου βάρους, Ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης.
-Ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης μέσα στον Μάρτιο. Η οικονομία δεν αντέχει άλλο, τα δημόσια ταμεία έχουν ανάγκη χρημάτων, οι τράπεζες χρειάζονται θετικές ειδήσεις και ένα σταθερότερο περιβάλλον, οι επενδυτές μια καλύτερη προσδοκία και όλοι μας μια κανονικότητα. Η κυβέρνηση γνωρίζει πλέον τις θέσεις των εταίρων μας. Η διαχείριση των προσδοκιών που καλλιέργησε προφανώς και επηρεάζει την εξέλιξη της ελληνικής υπόθεσης αλλά δεν μπορεί να αποτελεί βρόγχο για τη χώρα. Χρειάζεται να προχωρήσουμε σε όσα υπαγορεύουν το εθνικό συμφέρον και η λογική της -αναγκαστικής έστω- προσαρμογής. Εφόσον η κυβέρνηση επενδύει πολιτικά στο θέμα της διευθέτησης του χρέους, πρέπει να ενισχυθούν οι πολιτικές εκείνες που θα διευκολύνουν τη συζήτηση. Άλλωστε, αυτές έχουν περιγραφεί στις τεχνικές εκθέσεις του ΔΝΤ (Ιούλιος 2015) και ΕΕ (Σεπτέμβριος 2015). Δημοσιονομική προσαρμογή, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ασφαλιστική δαπάνη, αποκρατικοποιήσεις, ενίσχυση του τραπεζικού τομέα. Αυτοί οι παράγοντες επηρεάζουν την εξέλιξη του χρέους και τη συζήτηση που θα γίνει. Οι ίδιοι παράγοντες είναι που αποτελούν τα βασικά σημεία της τρέχουσας αξιολόγησης!
Εάν η κυβέρνηση προχωρήσει στις παραπάνω κινήσεις, τότε ίσως αποτελέσουν επαρκείς ενδείξεις προς το εξωτερικό της χώρας προκειμένου να υπάρξει μια στενότερη και ειλικρινέστερη συνεργασία. Θα ήταν, όμως και ικανή συνθήκη για την αντιπολίτευση να βοηθήσει με τον τρόπο της κάνοντας μια κίνηση καλής θέλησης. Πώς; Αφενός, καταθέτοντας το δικό της πλαίσιο προτάσεων και αναδεικνύοντας τις πολιτικές εκείνες που μας καθηλώνουν. Και αφετέρου, αποχωρώντας από τη Βουλή κατά τη ψήφιση, και όχι κατά τη συζήτηση, των σχετικών διατάξεων διευκολύνοντας έτσι την κυβέρνηση να περάσει το νομοσχέδιο από την Ολομέλεια, ακόμα και αν έχει απώλειες, και κυρίως εξασφαλίζοντας την υπόσταση της χώρας. Αλλά με τις ψήφους αποκλειστικά της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Γιατί, αυτή, πρέπει να είναι η διδακτική εμπειρία ωρίμασης για την συγκυβέρνηση με την ανάληψη της ευθύνης που της αναλογεί.
Αν γίνουν όλα αυτά, τότε μπορούμε να βλέπουμε το αδιέξοδο να υποχωρεί και να δημιουργούνται οι συνθήκες για νέες συνθέσεις ή πολιτικούς ανταγωνισμούς αλλά σε ένα σταθερότερο και ασφαλέστερο περιβάλλον.