Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2015

Κάτι να μας κρατήσει

άρθρο μου στο Amagi

Κάτι να μας κρατήσει.

Όταν η  προσπάθεια για προσωπική ανάταση γίνεται αγώνας για κοινή προκοπή.

Βιώνουμε καταστάσεις δύσκολες, πρωτόγνωρες για αρκετούς.  Το πολιτικό σύστημα νοσεί, η οικονομία μαραζώνει, η κοινωνία στενάζει. Παγκόσμιες προκλήσεις αναδύονται. Η Ευρώπη, το σπίτι μας, τραυματισμένη αναζητά την περπατησιά της .Η γειτονιά μας  φλέγεται  και οι φλόγες έχουν αρχίσει και μας αγγίζουν. Όλοι είμαστε κουρασμένοι, απογοητευμένοι. Η ανασφάλεια και ο φόβος απλώνονται. Μα, είσαι τόσο κουρασμένος, που δεν μπορείς πλέον ούτε να φοβηθείς.  Ο καθένας προσπαθεί να συνεχίσει τη ζωή του , προσποιούμενος ότι μπορεί να σχεδιάσει, να ονειρευτεί, να δημιουργήσει, γιατί « όλα κάποια στιγμή θα φτιάξουν».
Και εκεί, που  για πρώτη φορά στη ζωή σου αντιμετωπίζεις το αύριο ως δυνάστη των προσδοκιών σου, ψάχνεις το φως. Όλα εκείνα που γλυκαίνουν την ψυχή σου, ενδυναμώνουν την ελπίδα σου, στηρίζουν τις δυνάμεις σου. Η οικογένεια, οι φίλοι, η δουλειά σου, το περπάτημα, το κολύμπι, το βιβλίο, το θέατρο. Όλα εκείνα, που για τον καθένα προσωπικά λειτουργούν λυτρωτικά, ανυψωτικά, διαφορετικά.
Η αντιμετώπιση όσων βιώνουμε είναι και προσωπική υπόθεση. Τι μπορεί, όμως, να μας κρατήσει συλλογικά, για να μην χάσουμε την αδιόρατη ενοποιητική γραμμή μιας κοινωνίας που κάποτε δημιούργησε, αναπτύχθηκε, στρεβλά ίσως,  έχει δυνατότητες και  τώρα βιώνει το κόστος κάποιων επιλογών της;
Αν κάτι μετανιώνουμε συλλογικά- θέλω να πιστεύω- είναι που υποκύψαμε στην ισοπέδωση, το μηδενισμό και τον εξισωτισμό προς τα κάτω στο όνομα μιας κάποιας ανορθολογικής και ανάξιας  «ισότητας» . Η κοινή αυτή στάση  αρκετών και η σιωπή πολλών άλλων, ενίσχυσε όσους επιθυμούν τη διαίρεση, όσους βολεύονται στο κοστούμι μιας Ελλάδας σε συνεχή υστέρηση. Δεν είναι, όμως,  όλοι το ίδιο. Πουθενά και σε τίποτα. Η άρνηση αυτής της πολιτισμικής μας δυσχέρειας είναι κάτι που μπορεί να μας κρατήσει. Ένα πρώτο βήμα. Η αναγνώριση όσων θετικών έγιναν στη χώρα μας, η  ανάδειξη εκείνων που βοηθούν, που εξελίσσονται, που διαπρέπουν και που έχουν θετική συνεισφορά στο κοινωνικό μας μέρισμα είναι υποχρέωση, κοινή.  Μας λείπει το παράδειγμα, πολλώ δε μάλλον όταν το τρέχον κρατικό υπόδειγμα μόνο ως αντιπαράδειγμα μπορεί να λειτουργήσει. Όμως, εμείς, οι πολίτες, οι διαμορφωτές κοινής γνώμης, τα μέσα ενημέρωσης, η κοινωνία των πολιτών μπορούμε και πρέπει να διαμορφώσουμε το νέο παράδειγμα. Υπάρχει δίπλα μας και  χρειάζεται να το  τραβήξουμε στην επιφάνεια δίχως να το τσουβαλιάζουμε μαζί με τις εθνικές μας ενοχές που απαιτούν γρήγορα και εύκολα, κάτι καινούριο, που λίγοι , όμως, οραματίζονται με ενάργεια τι μπορεί να είναι αυτό.
Η εμπιστοσύνη μας στους θεσμούς της χώρας είναι σχεδόν μηδαμινή. Όχι άδικα. Πολλές υποσχέσεις που δεν μπόρεσαν οι πολιτικοί να πραγματοποιήσουν, εξευτελισμός των θεσμών από καρικατούρες της πολιτικής, πεζοδρομιακή αισθητική και ηθική κατάπτωση ενέτειναν το φαινόμενο.  Αντίστοιχη είναι δυστυχώς και η εμπιστοσύνη για τον διπλανό μας. Και αν πρέπει να μιλήσουμε για την εθνική μας αυτοπεποίθηση, αυτή φοβούμαι πλέον,  ότι εξαντλείται σε εθνολαϊκιστικές κορώνες που τόσο, όμως, ευχάριστα ηχούν σε μια κοινωνία που παιδεύεται χωρίς, όμως, να έχει ποτέ πραγματικά (εκ) παιδευθεί. Η εμπιστοσύνη, όμως, μπορεί να μας κρατήσει. Πράγματι, σε μια οικονομία και κοινωνία που καταρρέει εκείνοι που εκπροσωπούν η συμμετέχουν σε ομάδες συμφερόντων κοιτάζουν πώς θα εξασφαλίσουν το καλύτερο για τους ίδιους. Να εμπιστευθούμε, όμως, εκείνους που δουλεύουν σκληρά για όσα συμβάλλουν στην κοινή μας πρόοδο. Εκείνους, που θα στερηθούν για να μην στερήσουν, που θα συνεργαστούν για να μην διαιρέσουν, που θα ενώσουν για να προχωρήσουμε.
 Όσο και να μας κάνουν οι συνθήκες και η ζώσα πραγματικότητα να πιστεύουμε ότι αυτή η χώρα  δεν αλλάζει, αλλάζει. Ας την εμπιστευθούμε. Ας μας εμπιστευθούμε.




 Ο  Θανάσης  Κοντογεώργης είναι δικηγόρος, απόφοιτος της Σχολής Δημόσιας Πολιτικής «Κένεντυ» του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ. Την περίοδο 2010-2014 διετέλεσε νομικός σύμβουλος και σύμβουλος στρατηγικής της ελληνικής κυβέρνησης.


Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2015

"Ό,τι με αφορά πρέπει να το καταλαβαίνω"

Κοινό άρθρο μου με τη Σάντρα Κοέν,καθηγήτρια ΟΠΑ στο protagon 

Πριν λίγες μέρες ψηφίστηκε στη Βουλή το νομοσχέδιο για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών ενώ αυτές τις μέρες συζητείται το νομοσχέδιο με τα προαπαιτούμενα, κυρίως φορολογικής φύσεως, για την εκταμίευση δόσης στο πλαίσιο του νέου, τρίτου κατά σειρά, Μνημονίου. Αν διαβάσει κανείς τα σχετικά κείμενα θα εντοπίσει πολλούς οικονομικούς και δυσνόητους στο ευρύ κοινό όρους ενώ οι σχετικές εκθέσεις συνοδεύονται με νούμερα που λίγοι έχουν τη δυνατότητα να αναλύσουν και να κατανοήσουν.
Τα τελευταία χρόνια  είναι αλήθεια ότι βομβαρδιζόμαστε καθημερινά από νέους πολύπλοκους οικονομικούς όρους και ακρωνύμια είτε  στα ελληνικά είτε στα αγγλικά. Άλλους τους κατανοούμε κάπως, άλλους καθόλου. Ωστόσο, είναι σημαντικοί δεδομένου ότι επηρεάζουν και καταγράφουν την οικονομική πορεία και προοπτική της χώρας. Οι πληροφορίες είναι συνεχείς, στον τύπο, την τηλεόραση στα μέσα μαζικής δικτύωσης ακόμα και στα νομοθετήματα, αλλά μάλλον δεν καταλαβαίνουμε και πολλά πράγματα.
Οι περισσότεροι από εμάς  επαναπαυόμαστε στην έλλειψη τεχνικής γνώσης και μένουμε παντελώς αμέτοχοι στην ουσιαστική παρακολούθηση της  οικονομικής διαχείρισης της χώρας χωρίς να μπορούμε να εκφέρουμε εμπεριστατωμένη  γνώμη παρά μόνο κριτική και ενίοτε αφορισμούς. Οι πολίτες είναι, όμως,  κατά κύριο λόγο αυτοί που μέσω των φόρων παρέχουν στην κυβέρνηση τους απαραίτητους πόρους για να ασκήσει την πολιτική της. Και θα έπρεπε να απαιτούν διαφάνεια και λογοδοσία. Πού πάνε τα χρήματα των φόρων; Πώς αυτοί αξιοποιούνται; Γιατί επιλέγονται αυτές οι πολιτικές και όχι άλλες; Στο πίσω μέρος του μυαλού κάθε πολίτη-φορολογούμενου θα έπρεπε να τριγυρνάει η σκέψη «Ό,τι με αφορά πρέπει να το καταλαβαίνω».
Εάν υπάρχει ανάγκη, υπάρχει και τρόπος. Και ανάγκη υπάρχει γιατί ειδικά στη χώρα μας αποκαλύφθηκε η θεσμική και πολιτική αδυναμία στη διαφανή χρήση των πόρων αλλά και στην «απόδοση λογαριασμού» προς τους πολίτες, που δεν μπορεί να γίνεται, όπως γίνεται, μόνο κατά τη διάρκεια των εκλογών. Η ιδέα του "Popular reporting" ή των «Απλοποιημένων Καταστάσεων για τους Πολίτες» ήδη υπάρχει σε πολλές χώρες. Πρόκειται για την παραγωγή συνοπτικών, εύληπτων και κατανοητών εκθέσεων με διαγραμματική παρουσίαση και πίνακες, προκειμένου οι πολίτες χωρίς να έχουν τεχνικές γνώσεις να μπορούν να τις καταλάβουν. Με αυτό τον τρόπο παρακολουθούν την εκτέλεση του προϋπολογισμού, την κατανομή των δαπανών, τη δομή των εσόδων στο δημόσιο τομέα με έμφαση στην Κεντρική Κυβέρνηση και στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης. .

Το να μετατραπούν τα βασικά δεδομένα των δημόσιων οικονομικών σε ευκολονόητες αναφορές, με τις απαραίτητες απλουστεύσεις, δεν είναι δύσκολο. Τα αναλυτικά τεχνικά κείμενα θα συνεχίσουν να είναι εκεί για αυτούς που ενδιαφέρονται για τις τεχνικές λεπτομέρειες και ξέρουν να τις ερμηνεύουν και να τις κατανοούν. Όταν όλοι οι πολίτες μπορούν να καταλάβουν, οι πολιτικοί θα γίνουν περισσότερο προσεκτικοί. Η συζήτηση θα μεταφερθεί από τις γενικότητες στους αριθμούς και αριθμοί έχουν συγκεκριμένες αναγνώσεις. Η λογοδοσία και η διαφάνεια μπορεί να έχουν πολλαπλά οφέλη στη φορολογική συνείδηση των πολιτών εφόσον καταλάβουν που πάνε τα χρήματα των φόρων τους. Εάν μάλιστα οι απλοποιημένες αυτές καταστάσεις, ξεκινώντας από μια σειρά κρίσιμων οικονομικών μεγεθών, γίνουν άμεσα προσβάσιμες μέσω διαδικτύου τότε μπορούμε να μιλήσουμε για μια πραγματική αλλαγή στην καθημερινότητά μας. Αναμφισβήτητα, η πραγματική ωφέλεια από τις απλοποιημένες καταστάσεις θα υπάρξει όταν το κράτος επιλέξει να τις ετοιμάζει και οι πολίτες πραγματικά ενδιαφερθούν για την πορεία των δημοσιονομικών και άλλων οικονομικών μεγεθών. Το Υπουργείο Οικονομικών, ανεξάρτητες αρχές και οργανισμοί, όπως η Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων, μπορούν να συντονίσουν τις ενέργειές τους προς την κατεύθυνση αυτή.

«Ό,τι με αφορά πρέπει να το καταλαβαίνω», αρκεί να είμαστε έτοιμοι να πούμε «Ό,τι με αφορά θέλω να το καταλαβαίνω».
*Η Σάντρα Κοέν είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια λογιστικής στο τμήμα οργάνωσης και διοίκησης επιχειρήσεων του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΟΠΑ).
Ο Θανάσης Κοντογεώργης είναι νομικός, 
αντιπρόεδρος της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων (ΕΛΤΕ)

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2015

Τρίτο μνημόνιο: Ευκαιρία για ένα νέο πολιτικό παράδειγμα

Άρθρο μου στην Καθημερινή της Κυριακής 

Αν κάτι διαφοροποιεί αισθητά το τρίτο μνημόνιο από τα προηγούμενα δύο είναι η συμπερίληψη δράσεων και πολιτικών σχεδόν για κάθε τομέα κυβερνητικής πολιτικής. Από το ασφαλιστικό σύστημα, την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, τη φορολογία, τα επενδυτικά κίνητρα και τις αλλαγές στη δημόσια διοίκηση μέχρι και την πρωτοβάθμια περίθαλψη, την έρευνα και την καινοτομία, το νέο σχολείο, την απασχόληση και την κατάρτιση, τη διαφθορά, το περιβάλλον, την ενέργεια και τη γεωργία, το νέο μνημόνιο φαντάζει ως ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα δημόσιων πολιτικών. Για κάποιους αυτό είναι θετικό, αφού πιστεύουν ότι χωρίς την εποπτεία και τον έλεγχο των εταίρων μας δεν μπορούμε να οδηγήσουμε μόνοι μας τη χώρα στην έξοδο από την κρίση, ενώ για κάποιους άλλους αποτελεί απόδειξη παράδοσης της εθνικής μας κυριαρχίας και παράγοντα συνεχούς υστέρησης. Σίγουρα, όμως, και στις δύο περιπτώσεις, αποτελεί ομολογία αποτυχίας –κυρίως του πολιτικού κόσμου–, αφού χρειάστηκε η χώρα να τεθεί, και συνεχίζει να είναι, υπό διεθνή επιτροπεία παρόλο που είναι μέλος της Ε.Ε. και της ΟΝΕ. Μπορεί αυτή η αποτυχία να μετατραπεί σε παράθυρο ευκαιρίας για τη χώρα μας; Η απάντηση είναι αδιαμφισβήτητα, ναι, υπό συγκεκριμένες, όμως, προϋποθέσεις.

1. Εθνικό πρόγραμμα: Πολλοί υπόσχονται, συνήθως προεκλογικά, ένα παράλληλο εθνικό πρόγραμμα που θα υλοποιείται μαζί με το μνημόνιο ή θα το υποκαταστήσει. Λίγες, όμως, είναι οι σοβαρές προσπάθειες που έχουν γίνει. Μήπως υπάρχει αυτό το εθνικό πρόγραμμα, τουλάχιστον για κάποιους τομείς, και απλά δεν το ξέρουμε ή δεν έχουν ασχοληθεί συστηματικά εκείνοι που πρέπει;

Στα πέντε χρόνια της οικονομικής κρίσης, η ελληνική πολιτεία διά των εκλεγμένων εκπροσώπων της και οι κεντρικές υπηρεσίες του κράτους, είχαν τεχνικές συζητήσεις και πολιτικές διαπραγματεύσεις με τους εταίρους μας για πολλά θέματα. Κάποια απ’ αυτά διαρκή, όπως η φορολογική πολιτική και διοίκηση ή το χρηματοπιστωτικό σύστημα, ενώ κάποια άλλα, όπως η εργαλειοθήκη 1 του ΟΟΣΑ, συγκεκριμένης περιόδου.

Η χώρα μας είχε, ή αναγκαστικά αποκτούσε, θέση σε πολλά θέματα την περίοδο αυτή, αφού κατά τη διάρκεια των συζητήσεων διαμορφωνόταν η εθνική πρόταση επί των θεμάτων αυτών. Ισως, πολλές φορές, να διακρινόταν από αποσπασματικότητα και προχειρότητα ή και να προέκυπτε από πρωτοβουλία της άλλης πλευράς, των δανειστών, όμως για πολλά θέματα οι πολιτικοί προϊστάμενοι των υπουργείων και κυρίως η κεντρική διοίκηση έχουν καταγεγραμμένο το ιστορικό και την εξέλιξη των προτάσεων, τα επιστημονικά /τεχνικά ή και άλλα συνοδευτικά κείμενα που υποστήριζαν την ελληνική άποψη. Σίγουρα, όσοι ενδιαφέρονται μπορούν να αποταθούν στις αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών (Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, Γενική Γραμματεία Δημοσιονομικής Πολιτικής και Οικονομικής Πολιτικής κ.α.) αλλά και σε αυτές των υπουργείων αιχμής και να αντλήσουν χρήσιμο υλικό. Η δουλειά αυτή δεν μπορεί να μείνει αναξιοποίητη. Η κυβέρνηση προκειμένου να διαμορφώσει συναινετικές, άρτια επεξεργασμένες και ρεαλιστικές πολιτικές, που στο σύνολό τους μπορούν να συνθέσουν ένα «εθνικό πρόγραμμα», έχει την ευκαιρία –χωρίς καθυστέρηση– να αξιοποιήσει το σχετικό υλικό και παράλληλα να ενεργοποιήσει εθνικά συμβούλια τομεακής πολιτικής, στα οποία θα συμμετέχουν πολιτικά κόμματα, οργανωμένοι κοινωνικοί φορείς κ.ά., να συνεργαστεί με ερευνητικά ιδρύματα και πανεπιστήμια και να αξιοποιήσει τη διεθνή εμπειρία. Η ιστορία έχει δείξει ότι τα κείμενα των μνημονίων μπορούν να αλλάξουν. Αρκεί να είμαστε συνεπείς στις υποχρεώσεις μας, να κερδίζουμε την εμπιστοσύνη και να αντιπροβάλλουμε σοβαρές, πειστικές και καλά προετοιμασμένες προτάσεις
2. Υλοποίηση/στελέχωση: Εχουν γραφτεί αρκετά, και η πρόσφατη εμπειρία κατέδειξε ακόμα περισσότερα, για τη σημασία που έχουν κυβερνητικά όργανα και υπηρεσίες, όπως το Γραφείο του Πρωθυπουργού, η Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης, η Γενική Γραμματεία Συντονισμού, το υπουργείο Οικονομικών κ.ά. για την επιτυχή υλοποίηση και παρακολούθηση του προγράμματος. Οι καλές πρακτικές διοίκησης και συντονισμού αποτελούν στην Ελλάδα εξαίρεση, ενώ το «αρχιπέλαγος» της ελληνικής γραφειοκρατίας δεν βοηθά την αποτελεσματικότερη εφαρμογή προοδευτικών πολιτικών και ορθολογικών μεταρρυθμίσεων.
Πέραν, όμως, της θεσμικής υστέρησης, το πρόβλημα εντοπίζεται και στο γεγονός ότι είναι ευάριθμα τα στελέχη που τοποθετούνται σε καίριες, για την υλοποίηση του προγράμματος, θέσεις που διακρίνονται από ικανότητα, γνώση και αποτελεσματικότητα. Η κομματική ταύτιση είναι ακόμα ισχυρή ως κριτήριο επιλογής, οι αμοιβές χαμηλές σε ειδικές θέσεις και τα στελέχη του ιδιωτικού τομέα δεν ενθαρρύνονται να υπηρετήσουν σε δημόσιες θέσεις, ενώ η αιμορραγία προς το εξωτερικό ανθρώπων με εμπειρία, γνώσεις και ισχυρό βιογραφικό συνεχίζεται.
Αυτή τη στιγμή, όμως, για να «βγει η δουλειά» χρειαζόμαστε τους καλύτερους. Οι περιορισμοί χρειάζεται να αρθούν με αξιοκρατικό και αντικειμενικό τρόπο, αφού χρειάζεται να προσελκύσουμε στη Διοίκηση τους αποδεδειγμένα ικανούς και να αναλάβουν μέσα από διαφανείς και αμερόληπτες διαδικασίες τις κατάλληλες θέσεις. Πολλές από τις δεσμεύσεις του μνημονίου απαιτούν κόπο και σχέδιο και η δημιουργία ομάδων έργου για την υλοποίησή τους χρειάζεται να έχουν επικεφαλής ικανούς τεχνοπολιτικούς και ισχυρή πολιτική στήριξη προκειμένου να μη σκοντάψουν στα γρανάζια της γραφειοκρατίας και της κομματικής υστεροβουλίας.
Δεν μας λείπουν ούτε οι ιδέες ούτε οι άνθρωποι. Μας λείπει το πολιτικό παράδειγμα που θα εμπνεύσει και θα κινητοποιήσει την κοινωνία. Θα βρεθεί.
* Ο κ. Θ. Κοντογεώργης είναι νομικός, απόφοιτος της Σχολής Δημόσιας Πολιτικής «Κένεντυ» του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ. Την περίοδο 2010-2014 διετέλεσε νομικός σύμβουλος και σύμβουλος στρατηγικής της ελληνικής κυβέρνησης.

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2015

Ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών: τρίτη και φαρμακερή;


Άρθρο μου στο Protagon
Η οικονομική κρίση αποκάλυψε τα τρωτά σημεία της ρύθμισης και εποπτείας του τραπεζικού συστήματος σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Στην Ελλάδα, η κρίση των τραπεζών προήλθε κυρίως  από την κρίση του Ελληνικού Δημοσίου και την άλογη δανειοδότηση.  Τα κεφαλαιακά προβλήματα στις ελληνικές τράπεζες ξεκίνησαν κυρίως όταν, μέσω του PSI+, το 2012 τους επήλθε κούρεμα στα ελληνικά ομόλογα που είχαν στο χαρτοφυλάκιο τους. Η απώλεια στα κεφάλαιά τους ήταν πολύ μεγάλη και είχε ως αποτέλεσμα να μηδενιστούν ή και να  γίνουν αρνητικά. Έως το 2014 το Ελληνικό Δημόσιο μέσω του ΤΧΣ είχε δαπανήσει περίπου €40 δις στο τραπεζικό σύστημα, από τα οποία τα €25 δις στις 4 συστημικές τράπεζες που ανακεφαλαιοποίησε και τα υπόλοιπα για την εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος.

Μέσω του κουρέματος της διαδικασίας του PSI+ και της μετέπειτα επαναγοράς των νέων κουρεμένων ομολόγων από το κράτος, το ελληνικό Δημόσιο κέρδισε αρκετά  δις, ενώ τον Απρίλιο του 2014 είχε (μέσω του ΤΧΣ) επιπλέον στην κατοχή του τραπεζικές μετοχές αξίας περίπου €20 δις, η οποία χρηματιστηριακή αξία θ’ αυξανόταν,  καθώς η οικονομία θα βελτιωνόταν. Βέβαια, κάτι τέτοιο τους τελευταίους μήνες δεν έχει επιβεβαιωθεί αφού οι μετοχές των τραπεζών έχουν υποστεί τεράστια πίεση λόγω της οικονομικής κρίσης που προκάλεσε η πολιτική αβεβαιότητα των τελευταίων 12 μηνών.

Με βάση την ενημέρωση που παρέχεται στον οικονομικό τύπο, αυτές τις μέρες συντάσσεται το νέο νομικό πλαίσιο για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και θα κατατεθεί σύντομα στη Βουλή , τροποποιώντας τον συστατικό νόμο 3864/2010, όπως αυτός είχε τροποποιηθεί με το ν.4254/2014, επί τη βάση του οποίου έγινε η δεύτερη επιτυχημένη ανακεφαλαιοποίηση.

Χρήσιμο θα ήταν να απαντήσουμε σε ερωτήματα που  επανέρχονται ενόψει της νέας ανακεφαλαιοποίησης κάνοντας και μια αναδρομή σε ένα όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, μόλις πέρισυ.. Υπενθυμίζεται, ότι βασικοί πυλώνες το 2014  ήταν: α) η διευκόλυνση της συμμετοχής ιδιωτών επενδυτών προκειμένου να μην επιβαρυνθεί εκ νέου ο φορολογούμενος, όπως και έγινε αφού οι ΑΜΚ καλύφθηκαν αποκλειστικά από ιδιώτες επενδυτές και β) η επιτυχής ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, όπως και έγινε, αφού εισέρευσαν περίπου 8 δις ιδιωτικά κεφάλαια στις συστημικές.

Το ίδιο πλαίσιο, ως προς τους γενικούς κανόνες αναφοράς και προσδοκώμενους στόχους για το χρηματοπιστωτικό σύστημα , περιγράφεται στη συμφωνία που ψήφισε η Ελληνική Βουλή τον Αύγουστο του 2015.
1.Γιατί χρειάστηκε δεύτερη ανακεφαλαιοποίηση το ελληνικό τραπεζικό σύστημα το 2014  και πώς φτάσαμε λίγο πριν την τρίτη ύστερα από ένα περίπου χρόνο.
Η ανάγκη για πρόσθετα κεφάλαια το 2014 προήλθε από την μη αναμενόμενη το 2011 μεγαλύτερη επιδείνωση της ελληνικής οικονομίας τα έτη 2012 και 2013, και τη συνεπαγόμενη αύξηση των « κόκκινων δανείων», αφού νοικοκυριά και επιχειρήσεις δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους.
Το 2014 ολοκληρώθηκε επιτυχώς η διαδικασία και οι τράπεζές μας θεωρήθηκαν από την Τράπεζα της Ελλάδας, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα  και την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών επαρκώς ανακεφαλαιοποιημένες. Επιπροσθέτως, η σταδιακή ανάκαμψη της οικονομίας είχε οδηγήσει σε σημαντική επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Η παραπάνω , όμως, τάση ανεκόπη από το τέλος του 2014 όταν η πολιτική αβεβαιότητα δημιούργησε αναταράξεις στην οικονομία, μαζικές αποσύρσεις καταθέσεων και στάση πληρωμών.
Αυτή την ανωμαλία, έρχεται να καλύψει η νέα ανακεφαλαιοποίηση.

2. Οι επενδυτές που συμμετείχαν στην πρώτη άσκηση ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών και εξασφάλισαν το απαιτούμενο 10% για ιδιωτική διοίκηση, σε τι θέση βρέθηκαν στη δεύτερη και τι μπορεί να προβλέπεται στη νέα;
A: Το  πρώτο πλαίσιο ανακεφαλαιοποίησης προέβλεπε το 10% για να διατηρηθεί ο ιδιωτικός χαρακτήρας στη διοίκηση της τράπεζας. Το δεύτερο πλαίσιο νομοθετήθηκε από τη Βουλή το 2014 (ν.4254/2014) ,  ερχόταν σε καλύτερη συγκυρία από την προηγούμενη, με βασικούς μακροοικονομικούς δείκτες να παρουσιάζουν βελτίωση και ισχυροποιούσε τη θέση των επενδυτών δίνοντάς τους την ευκαιρία να αυξήσουν το ποσοστό τους. Όσα χρήματα επένδυε κάποιος, τόσα δικαιώματα στη διοίκηση  αποκτούσε. Άλλωστε, πάντοτε στόχος ήταν να συμμετέχουν κυρίως ιδιώτες επενδυτές στις τράπεζές μας ώστε να μην σηκώνει το βάρος  ο φορολογούμενος. Κάθε ιδιώτης θα πρέπει να αναλαμβάνει και το ρίσκο του. Η διοίκηση παρέμεινε σε ιδιωτικά χέρια γιατί αυτό αποτελούσε απαραίτητη προϋπόθεση προσέλκυσης ιδιωτών επενδυτών, όπως και έγινε. Η ιστορία, έχει αποδείξει άλλωστε, ότι όπου το κράτος ενεπλάκη συστηματικά σε διοικήσεις τραπεζών, τα αποτελέσματα δεν ήταν και τα καλύτερα.

Όπως προκύπτει και από το νέο «Μνημόνιο» η κατεύθυνση είναι η διατήρηση του ιδιωτικού χαρακτήρα στη διοίκηση των τραπεζών και αυτή τη στιγμή φαίνονται πως εξετάζονται τρόποι (περιγράφονται κάποιοι στη νέα συμφωνία)  με τους οποίους αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί ακόμα και αν η συμμετοχή των ιδιωτών επενδυτών δεν καλύψει το σύνολο των αναγκών ή των απαραίτητων ποσοστών που προβλέπει σήμερα ο νόμος για την άσκηση των δικαιωμάτων των μετόχων και του ΤΧΣ.

3. Το ΤΧΣ, δηλαδή ο Έλληνας φορολογούμενος, έχασε ό,τι έβαλε στις συστημικές τράπεζες με τον τρόπο που έγινε η ανακεφαλαιοποίηση;  Πώς θα πάρει πίσω τα χρήματά του ο Έλληνας φορολογούμενος και μπορεί να γίνει αυτό τώρα;
Οι αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου των τραπεζών το 2014 καλύφθηκαν  αμιγώς από τον ιδιωτικό τομέα. Σε συνδυασμό με τη βελτίωση των οικονομικών μεγεθών της χώρας υπήρχε η προσδοκία ότι οι τιμές των μετοχών θα ανέβαιναν και επομένως η αξία του χαρτοφυλακίου του ΤΧΣ θα ήταν σημαντική. Σήμερα, όμως, η οικονομική κατάσταση και η πολιτική αβεβαιότητα των τελευταίων μηνών ανέτρεψαν την αρχική αυτή εκτίμηση. Το 2014 η κεφαλαιοποίηση των τραπεζών ήταν περίπου στα 20 δίς ενώ σήμερα είναι πολύ κάτω από τα 5 δις. Αντίστοιχη , απομείωση έχει γνωρίσει και το χαρτοφυλάκιο του ΤΧΣ Δυστυχώς, οι συνθήκες σήμερα είναι σημαντικά διαφορετικές από αυτές που υπήρχαν το 2014 και υπάρχει κίνδυνος και σημαντικής αποεπένδυσης του ΤΧΣ με δυσμενέστερους όρους. Θα χρειαστεί αρκετός χρόνος και σταθερότητα στην οικονομία προκειμένου να μπορέσουν να καλυφθούν οι απώλειες.

Η τρίτη ανακεφαλαιοποίηση που γίνεται στις τράπεζες από τότε που η χώρα βρίσκεται σε προγράμματα οικονομικής προσαρμογής (2010) γίνεται υπό δυσμενείς συνθήκες. Όσοι επένδυσαν σκέφτονται αν πρέπει –και αν μπορούν-να ξαναεπενδύσουν σε μια χώρα που δεν ξέρεις τι μπορεί να σου ξημερώσει αλλά δεν θέλουν και  να χάσουν την επένδυσή τους. Μετά και τις εκλογές επανέρχεται μια στοιχειώδης σταθερότητα αλλά τίποτα δεν μας κάνει περισσότερο  σίγουρους, ότι αυτή θα εμπεδωθεί. Οι τράπεζες έχουν καταλήξει να είναι σημεία πληρωμής φορολογικών ή άλλων υποχρεώσεων και καταβολής συντάξεων. Οι χορηγήσεις απλά δεν υπάρχουν,   η συμμετοχή  των τραπεζών στην αναδιάρθρωση και εξυγίανση επιχειρήσεων είναι ακόμα περιορισμένη και τα « κόκκινα δάνεια» καλπάζουν.

Θα είναι αυτή η τελευταία ανακεφαλαιοποίηση; Δύσκολο να απαντηθεί. Σίγουρα, όμως, μπορεί να αποδειχθεί αυτή που θα αλλάξει το τραπεζικό τοπίο στη χώρα. Η κατεύθυνση, όμως, θα παραμένει άγνωστη όσο πολιτική και οικονομία θα ασθενούν.

*Ο Θανάσης Κοντογεώργης είναι δικηγόρος.