Κυριακή 4 Απριλίου 2010

Για μια κοινή ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση.

Αναδημοσίευση από το περιοδικό Μεταρρύθμιση


Για μια κοινή ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση.

H οικονομική κρίση στην Ελλάδα κατέδειξε ότι οι υπάρχοντες μηχανισμοί συνεννόησης και συνεργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν επαρκούν. Η διαχείριση της κρίσης από την ΕΕ και τα πενιχρά αποτελέσματα της Συνόδου Κορυφής στις Βρυξέλλες, επιβεβαίωσαν όλους εκείνους που από καιρό επιχειρηματολογούσαν για την αναγκαιότητα αναβάθμισης του σκέλος της Οικονομικής Ένωσης στην ΟΝΕ, ουσιαστικά για μια οικονομική διακυβέρνηση. Πώς όμως μπορούμε να φτάσουμε σε μια πραγματική οικονομική διακυβέρνηση;. Οι αλλαγές που πρέπει να προωθηθούν είναι θεσμικές και οικονομικές. Στο παρόν άρθρο θα αναφερθώ κυρίως στις τελευταίες.

Η απόφαση της Συνόδου Κορυφής για τη δημιουργία μηχανισμού στήριξης της Ελλάδας αποτέλεσε μια πρώτη δειλή απόπειρα για το συντονισμό των χωρών μελών στην κατεύθυνση της αποφυγής κρίσεων. Η ένταξη του ΔΝΤ στο μηχανισμό αυτό αποτελεί αρνητική εξέλιξη και για την Ευρώπη και για τη χώρα μας, πολλώ δε μάλλον που η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα της Ευρωζώνης που θα αποτανθεί στο ΔΝΤ. Στην «ηθική αδιαφορία» της Ελλάδας που ειδικά τα τελευταία χρόνια δανείζεται αλόγιστα , οι εταίροι προέκριναν μια λύση που θα έχει κάποιες επιπτώσεις και στη χώρα μας και στο ευρώ.

Προκειμένου να προχωρήσει η οικονομική διακυβέρνηση, αλλαγές θα πρέπει να γίνουν σε τρεις άξονες: α) στην υιοθέτηση μιας νέας Ατζέντας Διαρθρωτικών Αλλαγών, β) στην Αλλαγή των προτεραιοτήτων του Κοινοτικού Προϋπολογισμού και γ) στη Μακροοικονομική διαχείριση.

Α. Ατζέντα Διαρθρωτικών Αλλαγών .


Η ΕΕ. προώθησε κυρίως από το 2000 και εντεύθεν μεταρρυθμιστικές πολιτικές στην αγορά εργασίας, τις δημόσιες επενδύσεις, τις κοινωνικές παροχές κοκ, με σκοπό να ενισχυθεί ο αναδιανεμητικός χαρακτήρας των κεντρικών επιλογών. Η στρατηγική της Λισαβόνας εντάχθηκε σε ένα γενικότερο πλαίσιο προοδευτικής πολιτικής. Και οι δύο αυτές, όμως, θεμελιώδεις πολιτικές επιλογές βάλτωσαν. H κοινωνική Ευρώπη παρέμεινε εν πολλοίς ένα ρητορικό κατασκεύασμα. Ο διάλογος πολώθηκε μεταξύ εκείνων που ερμήνευαν ο,τιδήποτε ‘’κοινωνικό΄΄ ως επιβολή βαρών στις επιχειρήσεις και εκείνων που επιχειρηματολογούσαν υπέρ μιας παραδοσιακής ατζέντας επικεντρωμένης στη ρύθμιση της αγοράς εργασίας. Καμία οικονομική διακυβέρνηση δεν μπορεί να προχωρήσει εάν δεν υπάρξει επανεκκίνηση των πολιτικών αυτών.

Πολλές αλλαγές κατά το παρελθόν προωθήθηκαν προκειμένου να κινητροδοτηθούν επιχειρηματίες να επενδύσουν στην Ευρώπη. Δεν υπήρξε , όμως, ανάλογο ενδιαφέρον για την αύξηση της συμμετοχής των εργαζομένων στη συνολική αποδοτικότητα της επιχείρησης. Θα μπορούσε επομένως, να επανεξετασθεί ο ρόλος των εργατικών συμβουλίων και η συνολικότερη εκπροσώπηση των εργαζομένων στις επιχειρήσεις. Παράλληλα, δεν θα πρέπει να αγνοούμε το γεγονός ότι σημαντικό μερίδιο στην αύξηση της παραγωγικότητας που γνώρισε η ΕΕ τουλάχιστον μέχρι και το ξέσπασμα της κρίσης, οφείλεται στη δευτερογενή αγορά εργασίας όπου το εργασιακό περιβάλλον ήταν αρκετά ευέλικτο και η προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων χαλαρή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι συνθήκες ευελιξφάλειας πρέπει να αποτελέσουν τον κανόνα. Χρειάζεται, όμως , να λάβουμε υπόψη μας ότι καθίσταται σήμερα ακόμα πιο προνομιακή η θέση όσων βρίσκονται στον εσωτερικό πυρήνα της αγοράς εργασίας ενώ η οικονομική κρίση θα γεννήσει μια κοινωνική κρίση που θα επιταθεί σημαντικά εάν δεν υπάρξουν πρόνοιες για τη μερική έστω απασχόληση ανέργων.

Ακόμα και σε περιόδους ύφεσης είναι δυνατόν να δημιουργηθούν θέσεις εργασίες σε διάφορους τομείς. Ενέργεια και περιβάλλον, υπηρεσίες εκπαίδευσης και υγείας, αστικές αναπλάσεις, έξυπνη οικονομία και διάδοση ευρυζωνικών δικτύων, είναι ενδεικτικά τομείς της οικονομίας που μπορούν να γεννήσουν νέες δεξιότητες και νέες δουλειές. Οι οικονομικοί αυτοί χώροι προσφέρονται και για περιφερειακές συνεργασίες στα πλαίσια της ΕΕ. Η κοινωνία της γνώσης, διακεκηρυγμένος στόχος της Στρατηγικής της Λισαβόνας, πρέπει να παραμείνει στόχος της ΕΕ, να δοθεί βάρος στην έρευνα, στην τεχνολογία και στην εκπαίδευση και να καλυφθεί η απόσταση που μας χωρίζει με τις ΗΠΑ.

Επιπροσθέτως, η ΕΕ οφείλει να αναδιατάξει τα Ταμεία της , ακόμα και ιδρύοντας νέα, προκειμένου α) να ενισχυθούν οι επενδύσεις ιδιωτικών και εθνικών πόρων στον τεχνολογικό και βιομηχανικό τομέα, β) να χρηματοδοτηθούν αναπτυξιακές πολιτικές σε χαμηλές εισοδηματικά περιοχές αυξάνοντας παράλληλα την παραγωγικότητα σε περιφερειακό επίπεδο και γ) να ενισχύσει εκείνους που υποφέρουν από τις συνέπειες των κοινωνικών αλλαγών.

Β. Κοινοτικός Προϋπολογισμός

Οι παραπάνω διαρθωτικές αλλαγές δεν μπορούν να προχωρήσουν αν δεν γίνει επαναδιαπραγμάτευση και επαναχάραξη των κεντρικών πολιτικών αξόνων του κοινοτικού προϋπολογισμού.

Πάνω από το 70% των πόρων κατευθύνονται στην ΚΑΠ και στα Διαρθρωτικά Ταμεία παρά την ανάδυση νέων προτεραιοτήτων, όπως η κλιματική αλλαγή και η αδήριτη πλέον ανάγκη να στηρίξουμε οικονομικές πολιτικές που εξαρτώνται όλο και λιγότερο από τον άνθρακα. Οι δαπάνες για έρευνα και τεχνολογία, η προστασία και ο έλεγχος των συνόρων της ΕΕ, η «πράσινη ανάπτυξη» και η αξιοποίηση των περιφερειακών συνεργασιών για αναδιανεμητικούς λόγους, είναι πολιτικές που πρέπει να χρηματοδοτηθούν από τον κοινοτικό προϋπολογισμό σε τέτοιο βαθμό που να υπηρετείται ο στόχος της βελτίωσης των συνθηκών ζωής των Ευρωπαίων πολιτών και η σύγκλιση μεταξύ των χωρών σε ένα αμοιβαίο καθεστώς αλληλεγγύης και συνευθύνης.

Πώς , όμως , σε περίοδο κρίσης η ΕΕ θα βρει τους αναγκαίους πόρους για να χρηματοδοτήσει αυτές τις πολιτικές, μέσω του κοινοτικού προϋπολογισμού;

Περίπου το 90% του προϋπολογισμού προέρχεται από εθνικούς πόρους. Τα κράτη μέλη, όμως, στην περίπτωση των συλλογικών αγαθών, όπως αυτά περιγράφηκαν πιο πάνω, προσπαθούν να ελαχιστοποιήσουν τη συνεισφορά τους. Είναι καιρός να εξετάσουμε κατά πόσο πλέον οι ευρωπαϊκές δαπάνες μπορούν να χρηματοδοτούνται από κοινούς ευρωπαϊκούς φόρους, κυρίως στις επιχειρήσεις, περιορίζοντας φαινόμενα φορολογικού ανταγωνισμού και βάζοντας, ίσως έτσι, τέλος σε φορολογικούς παραδείσους.

Η θέσπιση ενός ευρωπαϊκού φόρου πρέπει να συνοδεύεται απαραίτητα από μια δημοκρατική νομιμοποίηση, δηλαδή ύστερα από πρόταση της Επιτροπής να εγκρίνεται από κοινού από το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο. Παράλληλα, όμως , θα πρέπει να επανεξετασθεί το δικαίωμα αρνησικυρίας στην κατάρτιση του προϋπολογισμού.

Γ.Μακροοικονομικές πολιτικές

Η κρίση μας απέδειξε ότι χωρίς ενιαία μακροοικονομική διαχείριση είναι σχεδόν αδύνατη η προώθηση μιας οικονομικής διακυβέρνησης, ειδικά σε ένα ασύμμετρο σύστημα, όπως αυτό της ΕΕ, όπου η νομισματική πολιτική ασκείται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ενώ η μακροοικονομική, δημοσιονομική, η πολιτική εποπτείας και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας είναι στη δικαιοδοσία των κρατών-μελών. Αν το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης είχε εφαρμοστεί σωστά τα πραγματικά ελλείμματα θα είχαν φτάσει στο 0%. Η πρόκληση είναι να αυξηθεί η αγοραστική δύναμη κρατώντας χαμηλά τα επιτόκια

Η ΕΕ χρειάζεται μια ενιαία εποπτική αρχή που θα προστατεύει καταθέτες και συναλλασσόμενους και θα πρέπει να εξετάσει τη χρήση του ευρώ ως διεθνούς αποθεματικού νομίσματος, όπως είναι το δολάριο σήμερα.

Επίσης, η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να γίνει πιο συνεκτική στο σύνολο της και συνάμα πιο ευέλικτη για να αντιμετωπίζει ισχυρές αναταράξεις που επηρεάζουν κάποια χώρα. Οι αποφάσεις που λαμβάνονται πρέπει να δεσμεύουν όλες και οι όποιες παρεκκλίσεις να μην θέτουν σε κίνδυνο το οικοδόμημα του ευρώ. Είναι απαραίτητη η υιοθέτηση ενός νέου δεσμευτικού κειμένου.

Μια σύγχρονη και αποτελεσματική κοινή ευρωπαϊκή οικονομία δεν μπορεί να λειτουργήσει κανονικά χωρίς ένα αξιόπιστο και σταθερό νόμισμα. Η ανεξαρτησία της ΕΚΤ δεν πρέπει να αμφισβητηθεί. Η εισοδηματική πολιτική είναι σημαντικός πυλώνας της μακροοοικονομικής διαχείρισης. Και αν οι κοινές συλλογικές συμβάσεις εργασίας ( και οι διαπραγματεύσεις αυτών) φαντάζει μακρινός στόχος, ρεαλιστική είναι η προσέγγιση για κοινή συμφωνία επί αυξήσεων στα όρια του πληθωρισμού που να συγκλίνουν στο μέσο όρο.

Ακόμα πιο μακρινός μπορεί να φαίνεται σήμερα ο στόχος της υιοθέτησης ενός συνολικού αθροιστικού στόχου για το έλλειμμα στη ζώνη του ευρώ, που θα προϋπέθετε υποβολή προϋπολογισμών για κάθε δημόσια αρχή στην ΕΕ ( από δήμους και περιφέρεις μέχρι εθνικές κυβερνήσεις και τον ίδιο τον κοινοτικό προϋπολογισμό) καθώς και τη δημιουργία μεταφερόμενων δανειστικών αναλογικών μονάδων ( quota) για κάθε χώρα, πέραν των οποίων δεν θα μπορούσε να δανειστεί η χώρα εκτός αν της παραχωρούσε μέρος του μεριδίου της κάποια άλλη. Στην κατεύθυνση αυτή θα μπορούσε να εξεταστεί η έκδοση ευρωομολόγου, που συνεπάγεται προφανώς κεντρική από την ΕΕ διαχείριση χρέους των χωρών μελών.

Πιθανώς, οι παραπάνω σκέψεις να φαντάζουν, ειδικά σήμερα, μακρινές ή και ουτοπικές. Η οικονομική διακυβέρνηση, όμως πολύ δύσκολα θα μετουσιωθεί σε πράξη αν όσοι την οραματίζονται απλά παρακολουθήσουν τις εξελίξεις και τους εθνικιστικούς εγωισμούς που αναπτύσσονται και δεν σπείρουν το ευρωπαϊκό έδαφος με ιδέες, για τις οποίες προτίθενται να συζητήσουν και να παλέψουν.



O Θανάσης Κοντογεώργης είναι δικηγόρος, υπ. Διδάκτωρ.